Archives

Monday’s Editorial # 31: one idea, two (music) books

Πλάκα πλάκα είχα καιρό να μπω σε βιβλιοπωλείο και να βγω (μετά από άγνωστη ώρα, αλλά σιγά το θέμα τώρα), παίρνοντας μονοκοπανιά δύο ξενόγλωσσα μουσικά βιβλία.

Δε ζητάω και πάρα πολλά πλέον από το χαρτί. Ένας επιμελής μουσικός φαν μπορεί και να θέλει περισσότερα. Εγώ, αν κάτι διαβάζεται εύκολα, αβίαστα και ευχάριστα, μου κινεί το ενδιαφέρον, και τρέφει την προσοχή μου μέχρι να δω το οπισθόφυλλο, είμαι ευτυχής. Αν τώρα μαθαίνω κιόλας και κάποια πραγματάκια που δεν ήξερα, το στήνω το πανηγύρι. Ε, αυτά ακριβώς (όλα μαζί, πακέτο που λέμε) έχουμε στον πάγκο σήμερα.

Πρώτον, το “I Hate Myself and Want to Die” του Tom Reynolds. Η έκδοση είναι η πρώτη, και περσινή, αμερικάνικη. Ο υπότιτλος του βιβλίου τα λέει όλα περί του περιεχομένου του: “The 52 Most Depressing Songs You’ve Ever Heard”. Καταλαβαίνετε, φυσικά, την άκρα υποκειμενικότητα του θέματος, την οποία, ωστόσο, ο συγγραφέας προσπαθεί απ’ την αρχή μέχρι το τέλος να αποβάλλει: μια η πολύ καλή και έξυπνα δοσμένη εισαγωγή/ «ανατομία της μελαγχολίας», μια τα σχέδια ανάμεσα στα κεφάλαια (υπογραφή: Stacey Earley), μια η ειδική μνεία-ανάλυση “why it’s depressing” σε καθένα τραγούδι, και τα κατάφερε. Βέβαια, έτσι όπως στήνει την ανάπτυξη ο Reynolds το κάνει να μοιάζει με δώρο για την παραμονή των… Χριστουγέννων και όχι της Πρωτομαγιάς, αλλά μόνο σ’ αυτό μη σταθείτε. Αν και είμαι της γνώμης πως σε τέτοια θέματα ή τις δίνεις όλες τις επιλογές ή καμία, θα δώσω απλά μια γεύση αλά MiC top-11 (με ανάποδη σειρά, όπως παρουσιάζονται και στο βιβλίο). Κρατηθείτε γερά…

11. “One” – Metallica
10. “People Who Died” – The Jim Carroll Band
9. “Sister Morphine” – Marianne Faithfull
8. “Hurt” – Nine Inch Nails
7. “Strange Fruit” – Billie Holiday
6. “DOA” – Bloodrock
5. “Seasons In The Sun” – Terry Jacks
4. “Total Eclipse of the Heart” – Bonnie Tyler
3. “Honey” – Bobby Goldsboro
2. “The Shortest Story” – Harry Chapin
1. “The Christmas Shoes” – Newsong

Από το να σχολιάζετε στο βρόντο, καλύτερα φτιάξτε τη δική σας λίστα, να πιάσουν και τόπο τα λόγια.

Το άλλο βιβλίο είναι κάνα χρόνο παλιότερο του προηγούμενου και είναι το “Take a Walk on the Dark Side” του πολύ R. Gary Patterson. Κι αυτό όπως και το προηγούμενο εκδόθηκε στην Νέα Υόρκη. Αν το μυαλό σας πήγε κατευθείαν σε γότθους και άλλα συναφή, είναι δικό μου το λάθος, δεν έδωσα αρχύτερα το δεικτικό υπότιτλό του: “Rock and Roll Myths, Legends, and Curses”. Τώρα νομίζω είμαστε εντάξει.

Ο συγγραφέας συνδέει μέσα από τα κεφάλαια του βιβλίου διαφορετικά μεταξύ τους πρόσωπα, φυσιογνωμίες και ιστορικά συμβάντα. Όλα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, έχουν απασχολήσει και συνεχίζουν να απασχολούν τη μουσική μυθολογία που αρέσκεται στο να βρίσκει σκοτεινές και περίεργες συμπτώσεις, να σκαλίζει ανεπιβεβαίωτες φήμες και ανεξιχνίαστα ατυχήματα, να πιστεύει σε κατάρες, φυλαχτά, κρυπτικά μηνύματα και φαουστικές επικλήσεις στον ακατονόμαστο κ.ο.κ. Είτε ασπαστείτε τα πάντα σε αυτές τις σελίδες, είτε κάποια, είτε τίποτα απολύτως, ένα είναι σίγουρο, θα τις διαβάσετε μονορούφι και θα τις τελειώσετε πριν καλά καλά το καταλάβετε. Σε αυτό βρίσκεται η μαγκιά τόσο του ίδιου του βιβλίου όσο και του συγγραφέα του.

Πάνος Πανότας

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Monday’s Editorial # 30

Σήμερα δεν έχω όρεξη για ακόμη ένα θέμα - πονοκέφαλο, όπως τα πλείστα της ανθηρής μας επικαιρότητας. Νιώθω μια περίεργη μελαγχολία. Κι όταν νιώθω έτσι, νιώθω και γυμνός, όπως και αρκούντως άβολα, προπαντός με τους δείκτες του ρολογιού.

Θα αδράξω, λοιπόν, την ευκαιρία από το πολύ πρόσφατο αφιέρωμα του MiC στην ελληνική αγγλόφωνη σκηνή (και από ένα σχόλιο που διάβασα στο κεντρικό board) και θα σας φανερώσω ένα memory data report, εν είδη σημειώσεων ημερολογίου, που να ‘στε σίγουροι ότι δε θα καταχραστεί τις 464 λέξεις που θα διαβάσετε συνολικά στο παρόν.

Τους νεοσμυρνιώτες The Brush τους άκουσα για πρώτη φορά ζωντανά το 1986 στην Χαλκίδα, ανοίγοντας για τους The Last Drive σε μια βραδιά που διοργάνωσε το τοπικό fanzine Miz Maze. Έπαθα. Την κασέτα-ενθύμιο “The Unexpected Establishment Of The Ultimate Summer Splash” την έχω ακόμη. Δε θυμάμαι να είδα περισσότερες φορές ζωντανά συγκρότημα τη διετία 1988-90 όσο αυτούς εδώ. Απίστευτη ενέργεια, πάθος, τραγούδια-δυναμίτες, ό,τι ακριβώς επιζητούσα, απλόχερα και σε μη τσιγγούνικες δόσεις. Όταν το 1990 βγήκε το “Bristles”, το μοναδικό τους άλμπουμ, τρέξαμε λες και μας είχαν βάλει νέφτι, ξέρετε πού, αλλά μείναμε μ’ ένα πικρό χαμόγελο. Η μέτρια παραγωγή και η πυκνή χάραξη, αμφότερα προϊόντα των πενιχρών μέσων, είχαν «σφάξει» για πολλοστή φορά κάποιους αγαπημένους δικούς μας, που έμειναν κι αυτοί ως κάποιοι ακόμη που δεν μπόρεσαν να αποτυπώσουν στο στούντιο το άφταστο συναυλιακό ποιόν τους.

Από τη χρόνια υπερ-δραστηριότητα του «Αν» έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα στο μυαλό μου οι Next To Nothing, το τελευταίο live των Yell-O-Yell, οι South Of No North να «μπαίνουν» αλάνθαστοι και ισοπεδωτικοί στο “Death By Stereo” με ένα απίθανο δέσιμο της ρυθμικής τους βάσης, αλλά και να «απλώνουν» διαχυτικά το “Annabelle Lee” (στην εκτέλεση που έβαλαν αργότερα στο “Rajah”, για όσους θυμούνται), οι Slow Motion ως το τρίο του πρώτου δίσκου τους, αλλά και οι Sonar Blips σε ένα πάρτι που είχαμε κάνει με το «Στις Σκιές του Β-23» στο “Rock Palais” στο Φάληρο, τους οποίους στο μεγαλύτερο μέρος του σετ τους απλώς τους άκουγα γιατί ήμουν υποδοχή στην είσοδο κ.ά. πολλά.

Από τους αναρίθμητους άτυχους που άφησαν ελάχιστη έως καθόλου δισκογραφία, στο δικό μου κομμάτι στο αφιέρωμα ανέφερα τους Protest March, Final Solution και Mute. Θα προσθέσω ενδεικτικά σήμερα άλλους έξι, τους Tunes Of Dawn, Nudos Ahora, Alive She Died, Vice Versa, Moist Device και Pillow, μπας και μείνουν τα ονόματά τους κάπου, κάποτε, έτσι για την τιμή των (λίγων) όπλων. Αύριο να είστε σίγουροι ότι θα θυμηθώ κι άλλα.

Η μνήμη και οι εμπειρίες του κάθε ανθρώπου είναι η ονομαστική δύναμη, τα άλογα κοινώς, του δικού του κινητήρα. Συχνά μπορεί να πονάνε, άλλοτε να σε γεμίζουν νοσταλγία, κανείς, ωστόσο, δεν θα μπορούσε να ζήσει με το μυαλό του να σβήνει και να γράφει απ’ την αρχή, να είναι μονίμως σε μια κατάσταση «λευκού πίνακα».

Καλή μας εβδομάδα!

Πάνος Πανότας

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Goin’ out on my own

Δεν είναι ότι δεν μου αρέσουν oι παρέες και οι συναναστροφές, ίσα ίσα που θεωρώ την ανθρώπινη επικοινωνία μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις. Επειδή ακριβώς, όμως, την έχω σε μεγάλη εκτίμηση, δεν θέλω να την υποβιβάζω σε ‘υποχρεωτικό’ διαβατήριο για έξοδο από το σπίτι. Έτσι, είναι στιγμές που προτιμώ να χαρώ την απουσία της και να πάω μια βόλτα μόνη μου. Ίσως να είναι ο εσωστρεφής ωροσκόπος μου στον Καρκίνο που κατατροπώνει την –πάλαι ποτέ– υπερκοινωνική Δίδυμη μέσα μου, ίσως και αυτό που είπε ο Αντώνης για τη μουσική, ότι ενώ δε μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν, έρχονται ώρες που αποζητά τη σιωπή της. Μερικές φορές λοιπόν, επιθυμώ να στρογγυλοκαθίσω σε μια καρέκλα και να απολαύσω τον καφέ ή τη μπίρα μου, χαζεύοντας την εφημερίδα ή τις εικόνες της πόλης. Χωρίς τετριμμένα λόγια και κοινότυπες συζητήσεις, μόνο και μόνο από φόβο για το κενό της διπλανής καρέκλας.

Οι μοναχικές έξοδοι ήταν ένα από τα κλασικά προνόμια των ανδρών, για τους ευνόητους λόγους. Η εικόνα του σοβαρού κυρίου να διαβάζει την εφημερίδα του, πίνοντας τον καφέ του, θεωρούταν αξιοπρεπέστατη, ενώ το αντίστοιχο γυναικείο θέαμα τουλάχιστον ύποπτο. Σήμερα βέβαια, τα πράγματα έχουν αλλάξει κι έτσι πολλά μαγαζιά, κυρίως στο κέντρο της πόλης, είναι φιλικά για μοναχικούς επισκέπτες, αλλά και επισκέπτριες. Και νοιώθω όμορφα να κάνω την επιθυμητή βόλτα μόνη μου, όταν δεν έχω και πολύ όρεξη για κουβέντες, χωρίς περιττές αναζητήσεις ρεζέρβας του τύπου «παρέα να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι». Είναι μια μικρή προσωπική υπέρβαση, γι’ αυτό και γυρνώ στο σπίτι με ένα αίσθημα πληρότητας.

Ένας άλλος τώρα λόγος που κάποιες φορές βγαίνω έξω χωρίς παρέα, δεν είναι η διάθεση για μοναχικότητα, αλλά όταν θέλω να δω μια ταινία ή μια συναυλία, κανένας όμως φίλος δεν θέλει να ακολουθήσει. Αντί λοιπόν, να προσπαθώ να τον σύρω μαζί μου με το ζόρι, επιλέγω και πάλι τον ‘μονόδρομο’. Και χαίρομαι πολύ που δεν πτοήθηκα από την έλλειψη συνοδείας και δεν έχασα τους Broadcast και τους Zounds - γιατί άντε να τους ξαναπετύχεις.

Βέβαια, η έξοδος by myself προϋποθέτει χώρους χαλαρούς και χλιαρούς στο ερωτικό παιχνίδι. Γιατί αλλιώς, και μόνο η απειλητική αίσθηση ότι οι άλλοι με βλέπουν ως εύκολο θύμα κι ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να δεχτώ ‘επίθεση’, αρκεί από μόνη της για να φύγω τρέχοντας - ακόμη κι αν τελικά τίποτα από αυτά δεν θα συνέβαινε. Οπότε, μοναχικές εξορμήσεις στα μπαρ με τίποτα - άσε που, ακόμη κι εγώ η ‘άνετη’, αυτό το θεωρώ παρακμιακό.

Επειδή όμως, για κάθε κανόνα υπάρχει και μια εξαίρεση –η οποία φυσικά και δεν τον επιβεβαιώνει, όπως αρέσκονται να παπαγαλίζουν μερικοί ελλείψει πραγματικών επιχειρημάτων, αλλά τον ανατρέπει–, υπήρξε και μια φορά που κάθισα μόνη μου στη μπάρα. Μόλις είχα αποχαιρετήσει την παρέα και γυρνούσα στο σπίτι, όταν σκέφτηκα ‘Δεν μπαίνω στο Closer να πιω ένα τελευταίο ποτάκι;’ (στο παλιό ένδοξο της Σίνα).
Έτσι, εισέβαλα στο σχεδόν άδειο μαγαζί, ψιλοκυριλέ (σε σχέση με το χώρο) ντυμένη και αρκούντως μεθυσμένη. Μάλιστα, πάνω στο ντέρτι μου λαχτάρησα να ακούσω τον Βρετανό θεό να μου απαγγέλλει ένα από τα ποιήματά του. Θεώρησα όμως, εξεζητημένο να ζητήσω από τον dj να βάλει Morrissey, γι’ αυτό και περιορίστηκα στο πιο συνηθισμένο συγκρότημά του. Φευ, από όλα τα τραγούδια τους, αυτός διάλεξε το Oscillate Wildly (ναι το instrumental!).

Αυτό όμως που δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω, και θαυμάζω ειλικρινά αυτούς που το καταφέρνουν, είναι να πάω ταξίδι-διακοπές μόνη μου. Τρομάζω και μόνο στην ιδέα, νομίζω ότι θα ξεσπάσει ό,τι μανιοκαταθλιπτικό σύνδρομο υπάρχει και δεν υπάρχει μέσα μου και θα με κάνει χίλια κομμάτια. Ίσως όμως να κάνω και λάθος. Η αδερφή μου πάντως, που το έχει κάνει και αυτό - όχι ελλείψει παρέας, αλλά για το ανεξάρτητο του πράγματος, μου λέει ότι δεν ξέρω τι χάνω. Well done sis!

Ροζίτα Σπινάσα

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Ελλάδα έχεις ταλέντα

1 Yassou Maria - Σαρμπέλ (Sony BMG)
2 With Love - Τάμτα (Minos)
3 Summer Wine - Ville Valo & Natalia Avelon (Warner)
4 Πες το δυνατά – Δέσποινα Ολυμπίου (Universal)
5 Βας Βας Βας - Παρασκευάς (Legend)
6 Mojito's Revenge - Beazy & Leon (Minos)
7 Que Hiciste - Jennifer Lopez (Sony)
8 Το Θέλω – Κωνσταντίνος Βεντουράς (Legend)
9 Ο Εραστής - Κάτμαν (Legend)
10 Proper Education - Eric Prydz Vs Floyd (Minos)
11 Put Your Hands Up For Detroit - Fedde Le Grand (Minos)
12 Μαύρη - Τσίλα (Legend)
13 Ο Χαραλάμπης - Γιάννης Γιαννάτσης (Legend)
14 Ο Κολλημένος - Παναγιώτης Κολλημένος (Legend)
15 Στα Σύννεφα Πετώ - Total 4 (Legend)
15 Smack That - Akon/Eminem (Universal)
17 Κάνε Ντου - Υποχθόνιος (Minos)
18 Ζωή Μου - Ominus (Universal)
19 Σε Διεκδικώ – Ανδρέας Έκτορας (Legend)
20 Πάντα Νέοι - Οιπαντανέοι (Legend)

Το επίσημο chart των singles της IFPI

Μπάμπης Αργυρίου

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Monday’s Editorial # 29

Γιατί βρισκόμαστε κάθε μέρα εδώ;

Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους ο καθένας μας, το ξέρουμε το αυτονόητο, που όμως καταλήγουν στους εξής δύο: διότι δε μας αρέσει η μασημένη τροφή και διότι την αγάπη μας για τη μουσική, το γράψιμο, το διάβασμα, το οτιδήποτε (λέξεις τέτοιες να βρίσκουμε) την περιτυλίγουμε πλέον στο μέσο. Κάποτε ήταν οι ερασιτέχνες της μπάντας των FM. Τώρα οι της ευρυζωνικής σύνδεσης. Το net κρατεί δανεικό κι αγύριστο ένα κομμάτι του εαυτού μας.

Προ ημερών, διάβασα το βιβλίο του Μανώλη Ανδριωτάκη «Blog, Ειδήσεις απ’ το δικό σου δωμάτιο». Όποιος κι αν το διαβάσει, μπορεί και να βρει ενστάσεις, βρήκα και εγώ μερικές. Κάτι στον κερματισμό του θέματος, κάτι στο επακόλουθο μοντάρισμά του, κάτι που δεν ξέρω πώς να το πω, αλλά με έκανε εδώ κι εκεί να χαθώ, κάτι. Η ουσία, ωστόσο, μένει αμόλυντη από όλα αυτά τα «κάτι». Στέκει όρθια. Και στέκει διότι στις σελίδες του καταγράφονται ο παλμός και η μανία του σήμερα, και προπαντός οι κίνδυνοι και οι καταχρήσεις της συχνότατης αντικατάστασης της face-to-face επαφής με την εκ του ασφαλούς και από μακρόθεν πλαστοπροσωπία. Θυμάστε, τα έχουμε ξαναπεί.

Το ξενικής προέλευσης ρήμα «ποστάρω» περίπου επιβλήθηκε στα νεοαφιχθέντα της ελληνικής γλώσσας. Θα μπορούσε να την εμπλουτίσει, ίσως όμως και όχι. Έτσι παίζεται το παιχνίδι, τέτοιους κανόνες έχει, πάντα υπάρχουν παρενέργειες όταν οι καινούργιες δυνατότητες που μας δίνονται εσωκλείουν τόση ενέργεια που όταν απελευθερώνεται σαρώνει κι εμάς μαζί, όπως τα τσουνάμι. Δεν είμαι ο μόνος που νιώθει πως όλο αυτό κάπου έχει φτάσει στα όρια του, πως κοντεύει να εξαντληθεί. Εντούτοις, το πίσω έχει διαπαντός αποκλειστεί.

Η όποια σύγχυση βέβαια, έχει άλλα αίτια. Αντικατοπτρίζει το χαμό και την έλλειψη αξιοπιστίας της κοινωνίας που μέσα της συνεργεί. Κάπου, κοντά πιθανολογώ, βρίσκεται ένα μόνιμο ηθικό κενό, μια μαύρη τρύπα, όπου διαρκώς περνούν και χάνονται μέσα της μικρά και μεγάλα συμβάντα που στο τέλος είναι σα να μην έγιναν ή σα να μην έγιναν έτσι. Αυτή η μαύρη τρύπα απορυθμίζει το περιβάλλον, αυτό εμάς και εμείς μεταξύ μας.

Βδομάδες, ας πούμε, μετά το σκάνδαλο με τα ομόλογα και ακόμη δε φταίει κανείς. Υπουργοί στις θέσεις τους, υπάλληλοι επίσης, προανακρίσεις που όλο φτάνουν, αλλά δε φτάνουν ποτέ, στο να αποβάλλουν το προ-. Μόνον τα λεφτά εξαφανίστηκαν (στην ίδια μαύρη τρύπα). Μετά ήρθε το κρουαζιερόπλοιο. Κατάλαβε, άραγε, κανείς τι έγινε; Τι θα γίνει μήπως;

2 μέτρα και 2 σταθμά, σου λένε. Ξεχάσανε μονάχα τα αρνητικά πρόσημα. Αυτοί όλοι, οι ιθύνοντες της κατάντιας, που λαδώνουν τα μηχανάκια των δημοσκοπήσεων και τα σαγόνια τους μαζί.

Νά γιατί αγαπώ τόσο αυτό το μέσο. Γιατί μπορώ, όπως και ο καθένας πια, να γράψω με τα δάκτυλά μου πως είναι ψεύτες, πως κλείνω τα αφτιά μου όταν ανοίγουν τα μικρόφωνα και στήνονται ατσαλάκωτοι. Γιατί μπορώ να εκφραστώ, να μιλήσω χωρίς να βγάλω χειρόγραφες φωτοτυπίες και να τις μοιράσω στους περαστικούς στην Κάνιγγος. Και να δηλώσω ότι αυτή μου την ελευθερία δεν θα την αλλάξω με τίποτα.
Πόσοι μπορούν να αντιγράψουν αυτό μου το κείμενο; Θέλω όσο γίνεται πιο πολλούς! Αμάν πια!!

Πάνος Πανότας

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Πέντε προσωπικά δεδομένα του Γιάννη Πλόχωρα (shareware)

1. μισώ τα τοπ, εν προκειμένω τα τοπ 5 (βλ. παρακάτω)

2. 5 σούπερ ντούπερ ονόματα που ωστόσο με κάναν να σκιρτήσω δυσανάλογα λίγες φορές και αποσπασματικά: Μπομπ Ντίλαν (αριβίστας, αλλά όχι γι’ αυτό), Χου (τι κρύος αυτός ο Ντάλτρι), Μάιλς Ντέιβις (θρασύμαγκας, αλλά όχι γι’ αυτό), Φρανκ Ζάππα (εξυπνάκιας, αλλά όχι γι’ αυτό). Στην προσωπική μου Ιστορία της Μουσικής τους έχω περισσότερο σε παραπομπές (πχ “Μπομπ Ντίλαν: εμπνευστής του αμερικάνικου ροκ”), εκεί που οι του Ρόουλινγκ Στόουν ή του Μότζο πχ θα έβαζαν (στα ψιλά της ψυχεδέλειας) τους Μπόου Μπράμελς ή (τροχάδην στο κράουτροκ) τους Νόι! (από ένα τόμο της ζωής μου ο καθένας τους, οι πρώτοι και μόνο για τρία κομμάτια του Τράιανγκλ). Τον Βίκτορ Χάρα άραγε θα τον ανέφεραν καθόλου;

3. το ότι σταμάτησα εδώ και πολλά χρόνια να θάβω είναι θέμα επιλογής. Στενοχωριέμαι όταν διαβάζω τώρα αυτά για τα οποία άλλοι με διάβαζαν τότε (και τότε στενοχωριόμουν κι είχα τύψεις, αλλά μ’ έπνιγε το και καλά δίκιο, άσε που σιχαινόμουνα τους γλίφτες φανζινάδες-να τά-χουμε-καλά-με-όλους) και νιώθω βαθιά υποχρεωμένος σε όσους προσέβαλα ποικιλοτρόπως: συγγνώμη! Όταν είσαι νέος κι αυθάδης γίνεσαι αναπόφευκτα άδικος, έστω κι απέναντι σε εξίσου νέους κι αυθάδεις με σένα. Κι αν κάποιοι συνεχίζουν, εγώ είπα να μεγαλώσω λίγο. Αλλά τόχει το αίμα μου, πχ, ιδού: 5 σύγχρονες εξυπνάκισες μου πλασάρουν μια ευαισθησία τόσο μπλαζέ που από αρετή καταντά αυτισμός παύλα φιλαρέσκεια, έτσι, επειδή το είδαν ψαγμένες αρτίστες. Τις δίνω στεγνά: Λόρα Βέιρς, Κάτπαουερ, Κοκορόουζι, η άλλη η Βέσπα, η παράλλη που τραγουδάει τον κέλτικο τον υποθαλάσσιο μύθο σε στιλ η Λόρα Ντερν Ιφιγένεια εν Αυλίδι και μερικές ακόμα που είναι αμερικάνες και παίζουν αμερικάνα. Μικροαστικές ανεξαρτησίες, πολύ σημαντικές (για τις ίδιες), αλλά έτσι είναι οι μοσχαναθρεμμένες κότες: κακαρίζουν αβάδιστα (την άλλη τη βλαμένη που τραγούδαγε γουάτ ιφ γκοντ γουοζ ουάν οβ ας πάντως δεν τη φτάνουν). Θάλεγα κι άλλα γιατί η στομφώδης ντεμεκορηχότητα μ’ εξαγριώνει, αλλά τώρα ακούω μια εξαίρεση, κι υπάρχουν κι άλλες: το Του Μπι Γκον της Άννα Τέρνχάιμ. Ακολουθεί τοπ φάιβ αρσενικών αντίστοιχων, χαλαρού τουπέ, με τα αρτ σκουλς τους, ταλαντούχοι, ταξιδευτές, κι αυτοί ανεξάρτητοι (αχ, δεν είμαστε όλοι;) κι άκουσον άκουσον, φοβερό: ανακάλυψαν το τραγούδι με κιθάρα, ενίοτε μάλιστα το κάνουν και με πιάνο! Ρούφους, Ντιβέντρους, Άντονους, κουλουπους φλουφλους (επιτέλους πεντάδα) καλέ άτομα είστε πολύ ψαγμένοι ρε, εσείς είστε το σύγχρονο κάουντερκάλτσιουρ; Και οι αυτόνομες καταστάσεις που στήνονται παγκόσμια, όπως στην Ελλάδα αυτή των Δρακατόρ πχ (μούρθε χτες μέιλ με το “είσαι χωμένος στα σκατά” κι ακόμα γελάω, έτσι τους θυμήθηκα) τι είναι; Αλλά κάποιοι σαν τους τελευταίους δεν (αρέσκονται ν’) αφήνουν σοφιστικέ αφέλεια στις φωτός που (δεν) βγάζουν για ν’ αρχίσουμε από κάπου, μωρά μου

4. 5 χρόνια ως γραφιάς στα οποία είναι ζήτημα αν στέκονται 5 κείμενά μου όλα κι όλα: 1983 – 2007. Πού να χωρέσω τόση ντροπή; (Καλά, βγαίνουν περισσότερα –τα χρόνια, αχ, όχι τα κείμενα– οπότε αφαιρείτε τις χρονιές που σας άρεσα κάπως παραπάνω. Δεν έχουμε απαραίτητα τα ίδια γούστα. Ούτε κανενός άλλου τα κείμενα μ’ αρέσουν ιδιαίτερα, άλλωστε)

5. 5 ανοίγματα δίσκων που με κατάπιαν: του Ομμαντόον (Μάικ Όλντφιλντ), του Φάνχάους (Στούτζες), του Φερκλέρτε Ναχτ (Σένμπεργκ, οποιαδήποτε εκτέλεση), του Φρι Ντερτ (Ντάιντ Πρίτι), του Άι Κέαρ Μπικόοζ Γιου Ντου (Έιφεξ Τουίν), του Πίνις Ένβι (Κραςς), του πρώτου των Μπέρθντεϊ Πάρτυ, του Πορνόγκραφι των Κιούαρ, της πρώτης κασέτας του Νικόλα Άσιμου και των Μουσικών Ταξιαρχιών και μιας διπλής συλλογής με Ρόμπερτ Τζόνσον, Σκιπ Τζέιμς κλπ που δεν έχω εδώ και είκοσιτριάντα χρόνια. Τους πήρε δευτερόλεπτα, όπως κι η Μεταμόρφωση του Κάφκα, οτιδήποτε του Μπρότιγκαν, ένα παραμύθι του Τριβιζά που δε θυμάμαι τίτλο, η Περσέπολις της Σατραπί, τα πρώτα του Μπλέικ, όλα των Χαμσούν, Έσσε, Ντικ ή Λάο Τσε, το Ρόδο του Μπόρχες, ο Έφηβος του Νταστοιέφσκι, ο Κόρτο Μαλτέζε του Πραττ, η Παρτίδα Κυνηγιού και η Μαύρη Ταξιαρχία του Μπιλάλ, το Σάντα Σάνγκρε του Γιοντορόφσκι, ο Αρκάντιν και η Σαγκάη του Ουέλς, οι ταινίες των Τσάπλιν/Μόντι Πάιθον/Γκίλιαμ (πέρσι: Τάιντλαντ), οι Αρμονίες του Βερκμάιστερ (Ταρ) , το Στάλκερ του Ταρκόφσκι, το Νησί του Κιμ Κι Ντουκ, το Στοιχείο του Εγκλήματος (Τρίερ). Με εντυπωσίασαν το ίδιο, ίσως και περισσότερο, και άπειρα άλλα – απλά τα παραπάνω, μαζί με κάποια που ξεχνάω, μου τό καναν ακαριαία, λαβ ατ φερστ σάιτ ένα πράμα

6. έχω γράψει/εκπέμψει/παίξει ως Δόκτωρ Ροκφώρ/κοςWCΡύκιος/Αλίκος Νικολαϊδης/πρίγκηψ Λομβάρδος/Γιάννης Πλόχωρας/Κύριος Ρύκιος/Χρήστος Λαμπράκης/κος Νολλ, όλα περσόνες που χρησιμοποιώ ανάλογα με το μέσο και την περίσταση (πχ από τη στιγμή που μπήκε πρωτοσέλιδο στο Μικ το κοκκινόασπρο διαφημιστικό μπάνερ όλα μου τα κείμενα εδώ δεν υπογράφονται πλέον από τον κ.Ρ. αλλά απ’ τον Γ.Π.) Στο Διαδίκτυο και κάποιος άλλος χρησιμοποίησε πριν λίγα χρόνια το όνομα κύριος Ρύκιος προκαλώντας μου αφενός σχιζοειδή θυμηδία, αφετέρου υπαρξιακή ανεπάρκεια. Καλοί φίλοι, εν αγνοία μου, αποφάσισαν να επέμβουν, όπως κι όταν την ίδια εποχή εμφανίστηκε ένας μουσικός παραγωγός(!) στην Πάτρα με το ίδιο όνομα (είναι τουλάχιστον καλός; ρώτησα, μπα, μαλακίες παίζει και μαλακίες λέει, ήταν η απάντηση). Ωστόσο έχω γράψει και κείμενα που δημοσιεύτηκαν, με συναίνεση ή και προτροπή μου, με άλλη υπογραφή, βοηθώντας έτσι να τηρηθούν κάποτε κάποια πράγματα και να κλέψουμε τελοσπάντων λίγη ακόμη πολύτιμη ζωή. Δεν θα σας πω ποιά/πότε/πού, αν και, όχι τυχαία, τα θεωρώ απ’ τα καλύτερά μου, γιατί κάποτε το παιχνίδι ούτως ή άλλως χάθηκε, οπότε δεν έχει σημασία πια και δεν με ενδιαφέρει η υστεροφημία της πένας μου, μου αρκεί η ανακούφιση ότι κάποτε κι εγώ θάχω επιτέλους, όπως και τόσα που αγάπησα στη ζωή μου, πεθάνει. Η ζωή είναι μεγάλη πουτάνα. Η αγάπη επίσης. Σμουτς

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Whitetower evening blues

Αργά το απόγευμα και η κίνηση στη Λεωφόρο Καβάλας ήταν ακόμη πυκνή. Τα φώτα των αυτοκινήτων είχαν ανάψει - μια κοκκινοκίτρινη γραμμή που διέσχιζε το ημίφως του δειλινού. Σαν άφησα πίσω την πόλη, το πορτοκαλί του ήλιου μπλέχτηκε με το καφετί της στεριάς. Δεν πέρασε πολύ ώρα, όταν στο τοπίο εισέβαλαν οι βιομηχανικές κατασκευές του Ασπρόπυργου. Τεράστια γκρίζα κοντέινερ, φωτάκια που αναβόσβηναν στην κορυφή των διυλιστηρίων, καπνοί που ξεχύνονταν από τις ψηλές καμινάδες - το γλυκό δείλι σκλήρυνε σε μια εικόνα υποβλητική και δυσοίωνη. Σχεδόν αμέσως ακολούθησαν και οι γνωστές μυρωδιές των επεξεργασμένων χημικών, οι ίδιες που διαβρώνουν εδώ και χρόνια τις αγέλαστες πέτρες λίγα χιλιόμετρα παρακάτω. Με μια στροφή στα δεξιά άφησα πίσω μου τη λεωφόρο και μπήκα στην πόλη.

Δε δυσκολεύτηκα να βρω το αστυνομικό τμήμα: Ένα καινούργιο λευκό κτίριο στην άκρη της πόλης, με μια μεγάλη αλάνα δίπλα του γεμάτη περιπολικά. Πάρκαρα πιο πέρα και μπήκα στο ισόγειο. Τα μικρά δωμάτια της αστυνομικής γραφειοκρατίας με περίμεναν, πρόχειρα επιπλωμένα και κρύα. Όπως και σε όλα τα αστυνομικά τμήματα, την επίφαση της τακτοποιημένης υπαλληλικής διοικήσεως πρόδιδε η έντονη αίσθηση των παραδίπλα κείμενων κρατητηρίων. Ένοιωθες τη βρωμιά, το ξενύχτι, τον βίαιο εγκλεισμό να ξεχύνονται από τα υγρά ντουβάρια και να σε διαποτίζουν.

Ο αστυνόμος κ. Μπατσάρας –όνομα και πράγμα– με εξυπηρέτησε με την τυπική ευγένεια που διακρίνει τα τελευταία χρόνια τους ομοίους του κρατικούς γραφειοκράτες. Υπόθεση ρουτίνας, από αυτές των συνηθισμένων εργατικών ατυχημάτων στα εργοτάξια της περιοχής - ο φάκελος θα έμπαινε το πιθανότερο στο αρχείο. Καληνύχτισα κι έφυγα, με τον ψυχρό αέρα του δρόμου να με καλωσορίζει και πάλι στο δικό μου γνώριμο κόσμο. Το σούρουπο είχε πέσει για τα καλά, ρίχνοντας τις σκιές του στους γύρω λόφους.

Περπατούσα τη μικρή απόσταση προς το αυτοκίνητο, όταν το τραγούδι έσκισε τη μουντή σιωπή της βραδυάς. Τραγούδι ανατολίτικο, βαρύ και πονεμένο. Γύρισα πίσω κι αντίκρυσα το σεκλετισμένο αοιδό, να ξεσπά τον καημό και την πίκρα του από το κρατητήριο του πρώτου ορόφου. Τα χέρια του μπλεγμένα στα κάγκελα, τα μάτια του να κοιτούν το ελεύθερο κι άπιαστο σκοτάδι, η φωνή του, χωρίς τζάμι να τη φυλακίζει, να δραπετεύει δονούμενη σε ένα σπαραχτικό αμανέ.

Στη γλώσσα της πατρίδας του, τραγουδούσε για το καραβοτσακισμένο ταξίδι, την αναγκαστική ξενιτιά, τη σκληρή δουλειά, τη βίαιη σύλληψη και το ξεφόρτωμα στο κελί. Την αβέβαιη λεφτεριά και το ακόμη πιο αβέβαιο μέλλον. Η φωνή έβγαινε με ορμή από τα πνευμόνια και από την ψυχή του, σκληρή κι αληθινή σαν το λεηλατημένο τοπίο του Ασπρόπυργου. Μετουσιώνοντας τον βουβό πόνο του τόπου σε τραγούδι λυτρωτικό. Μια εξιλεωτική γαλήνη με πλημμύρισε, στο δρόμο του γυρισμού.

Ροζίτα Σπινάσα

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Σας ευχαριστούμε που μας διαβάζετε

Amy Winehouse - Back to black

7/2/07 Θανάσης Παπαδόπουλος, Mic.gr

8/4/07 Δημήτρης Κανελλόπουλος, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία

Mic: Και ώρες ώρες δίνει την αίσθηση ότι και το "we wish you a Merry Christmas" να τραγουδούσε, sexy θα ακουγότανε
K.E.: … τραγουδίστρια που θα ηχούσε σέξι ακόμα κι αν ερμήνευε χριστουγεννιάτικους ύμνους

Mic: Δεν είναι κουλτουριάρα σαν τη Madeleine Peyroux …. Δεν είναι ούτε "αριστοκρατική" σαν τη Norah Jones
K.E.: Δεν είναι σοφιστικέ όπως η Μαντλέν Πεϊρού, ούτε ευγενική σαν τη Νόρα Τζόουνς

Mic: fuck, fuckery και παρεμφερή πάνε κι έρχονται…
K.E.: Τα fuck δίνουν και παίρνουν στους αυτοβιογραφικούς στίχους της

Mic: …μια και η Amy τις εμπειρίες της με ποτό, ναρκωτικά και sex κάθε άλλο παρά τις κρύβει: αποτελούν περίπου το 100% των καλογραμμένων στίχων της
K.E.: ενώ η θεματολογία τους περιστρέφεται γύρω από τις εμπειρίες της με το ποτό, τα ναρκωτικά, το σεξ, το χωρισμό και την εκδίκηση

Mic.: Το 'Back To Black' κατακλύζεται από πιασάρικες μελωδίες, διαποτισμένες από πάθος και μελόδραμα αλά Motown
K.E.: Οι μελωδίες της φέρνουν στο νου τα παλιά γυναικεία γκρουπ της Μοτάουν και η ερμηνεία της έχει κάτι από το πάθος της Ετά Τζέιμς

Mic.: Και όλα αυτά χωρίς ποτέ να ξεφεύγει από τα στάνταρτ της κλασικής αμερικάνικης soul, ξεχωρίζοντας από το σωρό των ερμηνευτών της γιατί δεν μιμείται καμιά από τις μεγάλες φωνές
K.E.: ηχεί όπως οι παλιοί κλασικοί αμερικάνικοι «μαύροι» δίσκοι, χωρίς όμως να ξεπατικώνει τις σπουδαίες σόουλ τραγουδίστριες του παρελθόντος

Links:

Amy στο Mic
Amy στην Κ.Ε.

Μπάμπης Αργυρίου

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Monday’s Editorial # 28

Όπως μου συμβαίνει και με τόσες άλλες γιορτές, δεν λαχταρώ πια το Πάσχα. Ούτε και το ζω σαν άλλοτε, όταν ήμουν παιδί. Φαίνεται πως από τότε –τόσα έχουν γίνει στο ενδιάμεσο– έχουμε αλλάξει τόσο εγώ όσο κι αυτό καθαυτό. Βασικά και τους δυο μας άλλαξε ο συνήθης ύποπτος άλλος: ο χρόνος, ο εις αεί κακός των περισσότερων υποθέσεων. Βέβαια, αν με ρωτήσει κάποιος αν προτιμώ να αντιλαμβάνομαι τα πράγματα με τα μάτια και το μυαλό ενός παιδιού, μην περιμένετε να έχω σταθερή απάντηση, το «ναι» και το «όχι» είναι εδώ και δύο δεκαετίες κολλημένα στο πενήντα-πενήντα. Ως απόρροια αυτής της ένθεν και ένθεν αλλαγής πάντως, τώρα βλέπω και πιο ξεκάθαρα κάτι που ανέκαθεν μισούσα, τον προσποιητό καθωσπρεπισμό και τους ακολούθους του, την περιτυλιγμένη ευγένεια, τα χαμόγελα που ίσα που διαγράφονται και αμέσως χάνονται στη συνηθισμένη κατήφεια, τις ενέργειες που θέλουμε να βαφτίζουμε «ήθη και έθιμα», ξεχνώντας πως η παράδοση δεν είχε ποτέ της βιτρίνα, προσφάτως το έπαθε κι αυτή το εν λόγω κακό…

Απονέμω τα φετινά βραβεία αφόρητης βαρεμάρας του τετραημέρου, λοιπόν. Κατά σειρά:

1ο στους πολιτικούς που τρέχουν με τα αβγά στο χέρι, τραβώντας ξοπίσω τους τις κάμερες απ’ τα καλώδια, λες και τους ποθούμε και πασχαλιάτικα, λες και κάποιος τους είπε «συνεχίστε ακάθεκτοι, βαράτε τους, είναι θέμα χρόνου να πέσουν νοκ-άουτ», λες και μ’ ένα υφάκι του στιλ «χρόνια πολλά, υγεία, μπλα μπλα…» θα ξεχάσει ο κοσμάκης τις βαλίτσες με τα εκατομμύρια ευρώ που χάθηκαν. Σύγχρονη επικοινωνιακή πολιτική το λένε; Ας το λένε, εγώ το λέω κάπως αλλιώς, αλλά δε μου επιτρέπεται…

2ο στους της άλλης πλευράς, στους ιθύνοντες των τηλεοπτικών ειδήσεων που γεμίζουν τα δελτία με τέτοιες αηδίες. Αυτοί έχουν το ακαταλόγιστο ή θέλουν να νομίζουμε ότι το έχουν; Βάζουν όλα τα μέχρι πρότινος αντιπολιτευτικά τους τερτίπια στον πάγο, πατούνε το “pause” σ’ όλα τα προβλήματα και μες στην τρελή χαρά δίνουν απλόχερα το σύνολο του τηλεοπτικού χρόνου ακριβώς σ’ αυτούς που δεν θέλουμε να βλέπουμε (αφήστε τις ζωντανές αναμεταδόσεις από καθεδρικούς). Και τους παίρνουν όλους, με τη σειρά, να μην λείψει κανείς και το δελτίο θεωρηθεί λειψό. Ο τάδε θα περάσει το Πάσχα εκεί, την άλλη μέρα ο ίδιος τάδε περνάει το Πάσχα εκεί, τη μεθεπόμενη μέρα ξανά ο ίδιος τάδε πέρασε το Πάσχα εκεί. Εντάξει, ξέρουμε τους χρόνους των ρημάτων της ελληνικής γραμματικής, και

3ο στους ακριβοπληρωμένους εμπνευστές των γιορτινών σόου. Πού τους βρίσκουν όλους αυτούς τους προσκεκλημένους που ξεθάβουν; Το είχα άλυτη απορία, το έχω άλυτη απορία και θα το έχω άλυτη απορία. Εκτός και αν μια κοσμογονική εκδήλωση πέσει από τον ουρανό και λύσει όλες τις άλυτες απορίες του κόσμου τούτου διαπαντός, μες σ’ αυτές και τη δική μου. Ανάσταση, αλλά καθολική όμως.

Κλείστε το κουτί και τώρα που ο καιρός μοσχοβόλησε άνοιξη, ρίξτε το στις βόλτες. Η πιο επιτυχής αναζωογόνηση έρχεται με μια βαθιά ανάσα στον καθαρό πρωινό ουρανό και στην ησυχία του. Σήμερα, το σκηνικό ήταν σκέτη απόλαυση.

Χρόνια πολλά και με υγεία…

Πάνος Πανότας

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Η χαμένη τέχνη της συνομιλίας

Την θυμήθηκα ξαφνικά. Έχουν περάσει έξι χρόνια απ’το “Life on a string” της. Ποθώ ένα νέο δίσκο της αλλά θα πρέπει να περιμένω μέχρι το 2008. Πάλι καλά. Θα μας το παρουσιάσει ζωντανά το καλοκαίρι του τρέχοντος. 19 Ιουνίου, 9.00 μ.μ., Ηρώδειο. Ακόμα καλύτερα. Τον Ιούνιο θα επανεκδοθεί το “Big Science” της. Remastered, με liner notes, rarities, remixes and never before heard tracks. Θα ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα. Με την ευκαιρία των γενεθλίων της στις 5 Ιουνίου. Των εξηκοστών. Των ποιών; Βλέπω στο επίσημό της πρόσφατες φωτογραφίες. Σοκάρομαι. Βλέπω το video του “Lost art of conversation”. Μου ανεβαίνουν δάκρυα. Η παρέα στην pub του Joe, στη σκηνή κι ο Lou Reed για μερικά σόλο. Μεταφερθείτε και συγκινηθείτε.


Στις 15/1 συμμετείχε σε μια beat βραδιά. Μισός αιώνας απ’το “Howl” (1956) και το “On the road” (1957). Την 1/2 συμμετείχε μαζί με τις Nellie McKay, Joan Osborne και Suzanne Vega και μουσικούς της φιλαρμονικής του Brooklyn σε βραδυά που εμπνεύστηκε ο διευθυντής της. Στις 25/2 υπέγραψε αντίτυπα του έκτου της βιβλίου “Night Life” με ζωγραφιές της και σχόλια. Στις 26/2 έπαιξε στο 17th Annual Tibet House Benefit Concert. 1/3 στο Benefit for the stone του John Zorn. 16 & 18/3 live στο Joe’s pub. 23 & 24/3 Catalan poetry reading στο Baryshnikov Arts Center μαζί με Patti Smith και Lou Reed. Στις 28/3 διάλεξη με θέμα “Astrobiology and the Sacred” sponsored by the University of Arizona Department of Astronomy. Στις 4/4 διάλεξη στο University of Massachusetts για το έργο της. Καλά όλα αυτά αλλά για λίγους τυχερούς, επί το πλείστον νεοϋορκέζους. Ο υπόλοιπος κόσμος περιμένει δίσκους.


Στο βιογραφικό του εκδότη της μαθαίνω πως ασχολήθηκε και με τους Ολυμπιακούς αγώνες. Το είχατε ξανακούσει; Recent work includes her 2002-2004 artist-in-residence at NASA, participation on the team that created the 2004 Olympic Games in Athens, a series of audio-visual installations for World Expo 2005 in Aichi and a series of programs for French radio. The film she made for Expo 05, Hidden Inside Mountains, is featured in several current film festivals.

Μπάμπης Αργυρίου
Λαγονήσι

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Don’t Stop Me. If You ‘ve Heard This One Before Vol. 3: Απάντηση σε εξώδικη διαμαρτυρία - πρόσκληση της Χριστίνας Κασσεσιάν

Με αφορμή την από 2-4-2007 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση που έλαβα από την Χριστίνα Κασσεσιάν, επανέρχομαι στο άρθρο μου με τίτλο «Don’ t stop me if you’ve heard this one before vol.3: γραφιάδες με τις μπάντες ή γραφιάδες οι πάντες» και διευκρινίζω ότι:

Το παραπάνω άρθρο δεν περιέχει κανέναν απολύτως ισχυρισμό, σχόλιο έστω και έμμεση αναφορά για την Χριστίνα Κασσεσιάν ως άτομο και ως προσωπικότητα. Αν μέρος του άρθρου αυτού ή ολόκληρο το άρθρο εκλαμβάνεται ως τέτοιο είτε από την ίδια, είτε από τον οποιονδήποτε τρίτο αυτό οφείλεται σε ολοκληρωτική παρανόηση του περιεχομένου και του νοήματος του άρθρου. Με την Χριστίνα πρέπει να έχουμε βρεθεί δύο φορές (αν θυμάμαι καλά), να έχουμε μιλήσει μόνο τη μία και τίποτε περισσότερο. Δεν γνωρίζω τίποτε απολύτως για την προσωπική της ζωή, δεν έχω καμία διάθεση, κανέναν απολύτως λόγο και κατά συνέπεια καμία πρόθεση να τη σχολιάσω και είναι νομίζω εύκολα αντιληπτό στον καθένα ότι καμιά αναφορά στην προσωπική της ζωή και την προσωπικότητα της δεν γίνεται στο σύνολο του άρθου. Το άρθρο δεν αναφέρεται στην Χριστίνα Κασσεσιάν, στην προσωπικότητα της και την προσωπική της ζωή, αλλά στο περιεχόμενο και την ποιότητα των κειμένων που γράφει στο περιοδικό Sonik και ειδικότερα στην κριτική της για το άλμπουμ Closer των Closer.

Ομοίως στο άρθρο δεν περιέχεται κανένα σχόλιο για τον επαγγελματισμό της. Με το άρθρο αυτό (με ένα μέρος του για την ακρίβεια, καθότι δεν αναφέρεται στο σύνολο του στην ως άνω κριτική) κρίνεται και σχολιάζεται ένα συγκεκριμένο κείμενο της Χριστίνας Κασσεσιάν (η κριτική της για το CD Closer των Closer που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Μαρτίου του περιοδικού SONIK, επαναλαμβάνω) και αναλύεται η προσωπική μου άποψη για το κείμενο της αυτό, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τις οποίες γράφεται μια κριτική για ένα δίσκο, μία συναυλία, ή ένα άλλο κείμενο. Ο επαγγελματισμός και η επαγγελματική υπόληψη δεν είναι έννοιες ταυτόσημες με την κρίση περί του αν ένα ορισμένο δημιούργημα της εργασίας μας είναι ποιοτικά επαρκές ή όχι. Ο κάθε επαγγελματίας σε οποιονδήποτε τομέα κρίνεται καθημερινά (αλίμονο αν κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε άλλωστε). Η κρίση αυτή προέρχεται από διάφορες πλευρές: από τους τυχόν εργοδότες του, από τους πελάτες του, από τους αποδέκτες του έργου κ.λ.π. Η ταύτιση του φέροντα αρνητική κρίση επί του έργου κάποιου επαγγελματία με συκοφάντη που προσπαθεί να σπιλώσει την επαγγελματική του υπόληψη όχι μόνο δεν συνάδει ειδικά με την ιδιότητα του δημοσιογράφου ή έστω αυτού που δημοσιεύει ενυπόγραφα κείμενα σε έντυπα και μη περιοδικά, αλλά πολύ περισσότερο οδηγεί στο επικίνδυνο συμπέρασμα του περιορισμού μέχρις εξαφανίσεως της κριτικής επί του έργου των άλλων.

Με το να σχολιάζουμε το πνευματικό έργο ενός άλλου αρνητικά και να θεωρούμε ότι αυτό δεν είναι επαρκές ποιοτικά είτε για τα δικά μας δεδομένα, είτε ακόμη και για τα δεδομένα της κοινής πείρας, ουδόλως θίγουμε την επαγγελματική υπόληψη και τον επαγγελματισμό αυτού του οποίου το έργο κρίνουμε. Διαφορετικά η κριτική θα ήταν a priori ποινικό αδίκημα. Σε αυτή την περίπτωση κάθε καλλιτέχνης, κάθε συγγραφέας, κάθε ηθοποιός και κάθε συγκρότημα θα έπρεπε να θεωρεί την αρνητική παρουσίαση (γιατί η κριτική είναι τελικά μια παρουσίαση του έργου στο ευρύ κοινό) ως δυσφήμηση όχι του έργου του, αλλά του επαγγελματισμού και της προσωπικότητας του.

Η κρίση περί του αν ένα κείμενο, ένας δίσκος, ένα θεατρικό έργο κ.λ.π. είναι ποιοτικά ανεπαρκές ασφαλώς προκαλεί «στεναχώρια» στον δημιουργό του. Σε κάποιους δημιουργούς μάλιστα προκαλεί δημιουργική στεναχώρια καθώς τους ωθεί να βελτιώνονται και να παρουσιάζουν κάτι καλύτερο την επόμενη φορά. Θεωρώ όμως ότι ο ισχυρισμός περί πρόκλησης ανυπολόγιστης ηθικής βλάβης από μία κριτική είναι κατάφωρα παράλογος και με τους κανόνες του δικαίου και με αυτούς της κοινής λογικής που υπαγορεύει την ύπαρξη της δυνατότητας για άσκηση κριτικής. Αν κάτι τέτοιο γίνει αποδεκτό, πρέπει να δεχτούμε ότι αυτός που γράφει για μια θεατρική παράσταση συμπεριλάβει στην κριτική του μια φράση όπως «είναι η χειρότερη παράσταση της χρονιάς. Μην πάτε να τη δείτε. Θα κλαίτε τα λεφτά σας», προκαλεί όχι μόνο ηθική, αλλά και υλική βλάβη στους δημιουργούς της παράστασης, οι οποίοι κατά αυτό τον τρόπο δικαιούνται να ζητήσουν τα έσοδα που τυχόν απώλεσαν.

Εφόσον δημοσιεύουμε κείμενα ενυπόγραφα, τα κείμενα αυτά είναι στην ελεύθερη προσωπική κρίση του καθενός. Είτε αυτός είναι απλός αναγνώστης, είτε είναι συνάδελφος μας που δημοσιεύει κείμενα, είτε είναι ο δημιουργός του έργου το οποίο κρίνουμε. Η αναζήτηση αδικοπρακτικής ευθύνης για το περιεχόμενο δημοσιογραφικών ή ενημερωτικών κειμένων ειδικά όταν γίνεται μεταξύ ατόμων που ασχολούνται με το αντικείμενο αυτό, αποτελεί εκτροπή από την αρχή που θέλει το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση ως το πρωταρχικό δικαίωμα. Μπροστά σε αυτό δεν υποστηρίζω ότι μπορούν να «θυσιάζονται» δικαιώματα εξίσου σημαντικά όπως αυτό της τιμής και της προσωπικότητας, για αυτό και στο άρθρο μου δεν συμπεριέλαβα καμία απολύτως προσβλητική αυτών έκφραση ή χαρακτηρισμό.

Έννοιες όπως η κριτική, η σάτιρα κ.λ.π., όμως, όταν τις συνοδεύουμε με επιθετικούς προσδιορισμούς του τύπου «εποικοδομητική», «καλόπιστη κ.λ.π. περιορίζονται, χάνουν το αληθινό τους νόημα και ουσιαστικά αναιρούν τον σκοπό τους. Τα κριτήρια για το καλόπιστο και το εποικοδομητικό είναι απολύτως εύθραυστα και το γνωρίζουμε καλά όσοι γράφουμε σε περιοδικά. Αν καταλήξουμε να προκαλούμε οι ίδιοι την επίκληση αυτών των κριτηρίων κάθε φορά που ασκείται κριτική σε ένα δικό μας κείμενο το πιθανότερο είναι ότι θα προκαλέσουμε τελικά τον περιορισμό της ελευθερίας του να γράφουμε αυτό το οποίο πραγματικά έχουμε κατά νου να γράψουμε. Το να ισχυριζόμαστε ότι αποζητούμε και επιδιώκουμε την καλόπιστη κριτική και την εποικοδομητική κριτική δεν θέλω να πιστεύω ότι συνεπάγεται πως στρεφόμαστε ενάντια σε όποιον τυχαίνει να μας ασκεί αρνητική κριτική. Είναι αυτονόητο ότι κάποιος ο οποίος δέχεται μια αρνητική κριτική εννέα στις δέκα φορές θα την εκλάβει ως ψευδή. Και ίσως να είναι και θεμιτό, μιας και ο δημιουργός οφείλει να υπερασπίζεται το έργο του. Η ταύτιση του έργου όμως με τον δημιουργό αποτελεί πάντοτε σφάλμα που οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα. Το καλό και ποιοτικά ανώτερο πνευματικό έργο δεν χαρακτηρίζει την προσωπικότητα του δημιουργού του και αντίστροφα.

Η Χριστίνα Κασσεσιάν παρότι το αναφέρει ως δήθεν δικαιολογία εκ μέρους μου για τα όσα γράφω το προσδιορίζει πολύ καλά σε ένα μέρος της εξωδίκου της. Σκοπός του επίμαχου άρθρου ήταν και είναι όντως ή άσκηση αληθούς κριτικής επί του συγγραφικού της έργου. Και όχι μόνο επί του δικού της συγγραφικού έργου. Η εν λόγω κριτική δεν αποτελεί επ’ ουδενί προϊόν προσωπικής εμπάθειας. Πριν από ενάμιση χρόνο σε άρθρα μου με τον ίδιο υπέρτιτλο, τα οποία ομοίως δημοσιεύτηκαν στο mic αναφέρθηκα συνολικά στο ζήτημα του ποιοι γράφουν σήμερα στα μουσικά περιοδικά , κατά πόσο έχουν τη γνώση να το κάνουν με ποια κριτήρια επιλέγονται τα κείμενα τους και ποια είναι τελικά η ποιότητα των κειμένων τους. Εφόσον όμως κάποιο κείμενο οποιουδήποτε κρίνεται από εμένα ως μη ποιοτικό και ανεπαρκές διατηρώ κάθε δικαίωμα να δημοσιοποιήσω αυτή την άποψη μου. Όπως αντίστοιχα ο καθένας για τα δικά μου κείμενα.

Καταλήγοντας φτάνουμε στο ζήτημα της δημόσιας συγνώμης την οποία απαιτεί η Χριστίνα Κασσεσιάν με την εξώδικο της. Σεβόμενος το γεγονός ότι έστω και παρανοώντας και διαστρεβλώνοντας το νόημα των όσων έγραψα είναι δυνατόν πραγματικά να στεναχωρέθηκε για όσα διάβασε για το κείμενο της (καθότι επαναλαμβάνω: τίποτε από όσα γράφηκαν δεν αφορούσαν την ίδια προσωπικά) έχω κάθε διάθεση να της ζητήσω συγνώμη και με το παρόν κείμενο και κάποια στιγμή προσωπικά εφόσον τύχει να βρεθούμε (καθόσον συνεχίζουμε να γράφουμε και στο ίδιο περιοδικό). Η συγνώμη αυτή αφορά το γεγονός ότι θίχτηκε έστω και αναίτια και δεν συνεπάγεται σε καμιά περίπτωση παραδοχή εκ μέρους μου των ισχυρισμών ότι δήθεν προέβην σε ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμού και σχόλια εναντίον της. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ και είναι εύκολο να διαπιστωθεί από τον οποιονδήποτε προσεχτικό αναγνώστη του επίμαχου πλέον άρθρου. Οπότε συγνώμη επί προσβολής μη γενόμενης δεν χωρεί στην προκειμένη περίπτωση. Καλό θα είναι όλοι μας να βλέπουμε την πραγματική διάσταση των γεγονότων.

Ειδικά μάλιστα αν αναλογιστεί κανείς ότι από τα 72 συνολικά σχόλια που γράφτηκαν για το κείμενο τα περισσότερα από αυτά στράφηκαν εναντίον και του Mic και του Μπάμπη Αργυρίου με επίκεντρο κυρίως τη σχέση του Mic αλλά και των υπόλοιπων μουσικών περιοδικών με την ελληνική ροκ σκηνή. Κανένα δε από αυτά τα σχόλια δεν αναφέρεται με υποτιμητικό τρόπο στη Χριστίνα Κασσεσιάν, γεγονός που αποδεικνύει ότι ούτε το ίδιο το άρθρο αναφέρεται με υποτιμητικό, προσβλητικό ή συκοφαντικό τρόπο σε αυτήν. Ο όποιος αντίκτυπος είχε αυτό το άρθρο ήταν να ξεκινήσει μια ολόκληρη συζήτηση για τη σχέση μουσικών περιοδικών και συγκροτημάτων, αλλά και για την κατάσταση του μουσικού τύπου στην Ελλάδα. Καμία συζήτηση δεν ξεκίνησε γύρω από την προσωπικότητα, τον επαγγελματισμό και την επαγγελματική υπόληψη της Χριστίνας Κασσεσιάν, όπως αόριστα ισχυρίζεται με την εξώδικο της.

Τέλος θέλω να πληροφορήσω την Χριστίνα Κασσεσιάν ότι το άρθρο αποσύρθηκε από το χώρο δημοσίευσης του μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα από τη δημοσίευση του, συνεπώς το σχετικό αίτημα της είναι άνευ αντικειμένου ήδη προτού προβληθεί.

Αλλά και να επισημάνω ότι το να ζητάμε από κάποιον να αναγνωρίσει ότι έγραψε ψευδή και προσβλητικά σχόλια για εμάς ισοδυναμεί με το να του ζητάμε να ομολογήσει το περιεχόμενο της επερχόμενης μήνυσης και αγωγής μας.

Με τιμή,
Άρης Καραμπεάζης

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Green ‘n’ Red Fight Clubs

Τα επεισόδια του Λαυρίου σόκαραν την ελληνική κοινή γνώμη, με μια δυναμική που ξεπέρασε τα συνήθη πρωτοσέλιδα και δελτία των οκτώ. Μια συνοικιακή γειτονιά, μετατράπηκε σε εμπόλεμη ζώνη στις 3 η ώρα το μεσημέρι. Ορδές μανιασμένων οπαδών συναντήθηκαν για να ξυλοκοπηθούν μέχρι θανάτου.

Σε πρώτη φάση, τα αίτια αναζητήθηκαν στον αθλητικό παραχώρο, στους συνδέσμους των ‘φιλάθλων’, που αποδείχθηκε ότι δεν είναι άλλο από χουλιγκανικά εκτροφεία. Εκεί φανατίζονται οι νέοι από τους επιτήδειους αρχηγούς-συμμορίτες, εκεί μαθαίνουν να βάζουν πάνω από όλα την ομάδα - μια ιδιάζουσα υποκουλτούρα πωρωμένων κι επικίνδυνων οπαδών.

Επειδή όμως, σαν αιτιολογία δε στάθηκε αρκετή –τα πρόσφατα επεισόδια δεν είχαν καν τη στοιχειώδη αφορμή ενός ντέρμπι, αλλά προγραμματίστηκαν επ’ ευκαιρία ενός αγώνα βόλεϊ γυναικών– στο στόχαστρο της ανάλυσης πέρασε η κοινωνική δυσλειτουργία των οπαδών: Φτώχια, ανεργία, ανυπαρξία στόχων και ιδανικών, αδιέξοδο των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, οι αιτίες που οδηγούν μια μερίδα νέων στο θανατηφόρο κοκτέιλ του χουλιγκανισμού και των ναρκωτικών. Έτσι, οι σύνδεσμοι φιλάθλων αντιμετωπίστηκαν σαν το εν βρασμώ καζάνι της κοινωνικής παθογένειας που εκτονώνεται σε βίαια ξεσπάσματα. Κοινωνικές δικλείδες ασφαλείας τα λένε οι κυνικότεροι, στην λογική του ‘άσε τα αποβράσματα να τρώγονται μεταξύ τους για να μην τρώνε εμάς’.

Τα παραπάνω αφοριστικά σενάρια θα εξηγούσαν επαρκώς το εν λόγω φαινόμενο, αν στα επεισόδια συμμετείχαν μόνο τα παιδιά μιας άγριας κι απελπισμένης νεολαίας. Στην πραγματικότητα όμως, η φύση των οπαδών δεν εξαντλείται σε αυτούς, αλλά περιλαμβάνει και ενόχους υπεράνω υποψίας: στην αρένα της ωμής βίας ρίχνονται και άτομα που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους υπόλοιπους ‘κοινωνικώς αποδεκτούς κι επιτυχημένους’. Άνθρωποι που έχουν αποχαιρετίσει τα μετεφηβικά τους σύνδρομα εδώ και χρόνια, με σπουδές, μόρφωση και καλές δουλειές, με οικογένεια που τους φροντίζει και γυναίκα που τους αγαπά, ρισκάρουν το κοινωνικό τους status κι ορμούν σε μια χωρίς ιδεολογίες και χωρίς κανόνες οδομαχία. Εξαίρεση στον κανόνα; Ίσως, είναι όμως αρκετή για να τον διαψεύσει και να μας αναγκάσει να δούμε το όλο θέμα από άλλη οπτική γωνία.

Αυτό που κυρίως συγκλόνισε την κοινή γνώμη, δεν ήταν η ίδια η βία των γεγονότων, αλλά ότι αυτή ξέσπασε χωρίς καμία απολύτως αιτία. Η βία δεν λειτούργησε ως μέσο, αλλά αναδείχθηκε σε αυτοσκοπό, με μοναδικό στόχο την ίδια της την βάρβαρη απόλαυση.

Βέβαια, όπως όλοι γνωρίζουμε, ζούμε σε μια κοινωνία γεμάτη βία. Βία στις ειδήσεις, βία στις ταινίες - όσο και να διακηρύσσουμε τον αποτροπιασμό μας, δε σταματάμε να απολαμβάνουμε και να αποζητούμε το διεγερτικό της θέαμα. Ως παθητικοί δέκτες, δεν έχουμε παράπονο: η εικόνα της βίας μας προσφέρεται ασταμάτητα - ενταγμένη ωστόσο σε παράνομα μεν, δικαιολογητικά όμως πλαίσια: πολεμική βία, γκανγκστερική βία, σεξουαλική βία. Η αποκρουστική της διάπραξη δικαιολογείται ως μέσο για το κυνήγι του χρήματος και της σεξουαλικής ηδονής. Η βία όμως ως αυτοσκοπός, παραμένει, ειδικά για τις δυτικές κοινωνίες, ένα ανομολόγητο ταμπού. Γι’ αυτό και οι λίγες ταινίες που τόλμησαν να αγγίξουν το θέμα ωμά και χωρίς περιστροφές (Clockwork Orange, Fight Club, Funny Games) έχουν δημιουργήσει ιδιαίτερη αίσθηση κι έχουν περάσει στη σφαίρα των cult ταινιών.

Μέχρι πρότινος, η ανθρώπινη ιστορία έδινε ανελλιπώς αφορμές για να κορεστεί η σκοτεινή δίψα του αρσενικού –του κατ’ εξοχήν πολεμοχαρούς φύλου– για τη βία: πόλεμοι, κυνήγι, αιματηρές συμπλοκές και βίαιες αναταραχές εκτόνωναν επαρκώς τα αρχέγονα αιμοβόρα ένστικτα. Η νέα όμως, παγκόσμια τάξη προσπαθεί να επιβάλλει μια εύθραυστη κρούστα αφοπλισμού στις εκπολιτισμένες ζωές μας, περιορίζοντας την έννοια του πολέμου σε αναίμακτες συγκρούσεις οικονομικών παραγόντων και σε μηχανοκίνητες στρατιωτικές επιχειρήσεις τελευταίας τεχνολογίας.

Μοναδικές διέξοδοι νόμιμης και κοινωνικά αποδεκτής εκτόνωσης του επιθετικού ενστίκτου αποτελούν πλέον τα δημοφιλέστατα –ανεξαρτήτως ηλικίας– πολεμικά ψηφιακά παιχνίδια, οι ευρύτατα διαδεδομένες πολεμικές τέχνες, καθώς και το παραδοσιακό κυνήγι άγριων ζώων. Είναι όμως, αρκετές για να παραχθούν οι επιθυμητές ποσότητες αδρεναλίνης, ή μήπως κάποιοι τελικά θα αγνοήσουν τις νομικές και κοινωνικές απαγορεύσεις και θα καταφύγουν στο real thing;

Μπορεί οι μαζικές πολεμικές συρράξεις να αποτελούν ιστορικό παρελθόν, δε συμβαίνει όμως το ίδιο και για την λεγόμενη αστική βία, η οποία αυξάνεται και οργιάζει, είτε ως μεμονωμένα επεισόδια είτε και ως ομαδικές επιθέσεις - για να μη μιλήσω για την ενδοοικογενειακή βία, που σαρώνει. Στην ίδια κατηγορία με τις οπαδικές συγκρούσεις θα κατατάξω και τις παγιωμένες πλέον μάχες μεταξύ αστυνομικών και κουκουλοφόρων: Πέραν από τις αμφιλεγόμενες πολιτικές διαστάσεις του φαινομένου, δεν πρόκειται παρά για ένα αρεστό και στις δύο πλευρές κλεφτοπόλεμο; Μήπως γι’ αυτό δε συλλαμβάνουν τελικά οι αστυνομικοί τους κουκουλοφόρους, για να μη χάσουν τους αγαπητούς στα παιχνίδια τους αντίπαλους;

Η βία, συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση, όχι από ανάγκη αλλά για απόλαυση: μήπως η τρομαχτική αυτή σκέψη αποτελεί την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τις βαθυστόχαστες κοινωνικές και ψυχολογικές αναλύσεις; Μήπως είναι το πρωτόγονο επιθετικό ένστικτο που αντιστέκεται στους νόμους και τις κοινωνικές προσταγές, λερώνοντας με αιμάτινες πιτσιλιές το χαμογελαστό προσωπείο της μεταμοντέρνας κοινωνίας μας; Μήπως τελικά τα ειρηνικά ευχολόγια είναι η πραγματική διαστροφή απέναντι σε μια υπερεκτιμημένη ανθρώπινη φύση, που στην πραγματικότητα κυριαρχείται από την ανάγκη της βιαιότητας; Λέω μήπως…

Ροζίτα Σπινάσα

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Monday’s Editorial # 27

[Είναι μελαγχολικός ο κόσμος των ιστολόγων, ένας από τους λόγους άλλωστε που γεννήθηκε αυτό το «κίνημα» και απλώθηκε τόσο πολύ, είναι ότι αποτελεί το άθροισμα χιλιάδων, εκατομμυρίων μοναξιών. Ένα βράδυ αισθάνεσαι να χάνεσαι ή να πνίγεσαι, θέλεις να συνομιλήσεις, να προκαλέσεις ή να αστειευτείς με κάποιον άγνωστο στην άλλη άκρη του πλανήτη, μπαίνεις στη «μπλογκόσφαιρα» κι αρχίζεις την περιπλάνηση, δεν είναι δύσκολο, είναι φτηνό, αν και μερικές φορές απελπιστικά αργό, πάνω απ’ όλα όμως είναι ελεύθερο. Ύστερα από δύο ώρες αισθάνεσαι ότι δεν είσαι πια μόνος, απέκτησες καινούργιους φίλους, έμαθες καινούργια πράγματα, ανοίχτηκες σε καινούργιους κόσμους. Μπορεί να είναι ψευδαίσθηση, μπορεί μερικές φορές να είναι κι αλήθεια.]

[απόσπασμα από το Ο «μαύρος ήλιος» της μπλογκόσφαιρας του Μιχάλη Μητσού από το περιοδικό Το Δέντρο, τεύχος 151-152, ένα εξαιρετικό συνολικά ανάγνωσμα που συνιστώ, με ενιαίο concept «Μελαγχολία [στα κείμενα, στα πράγματα, στην τέχνη]».]

Όταν τον Οκτώβριο αποφασίσαμε να ενεργοποιήσουμε παράλληλα και το mic blog, είχαμε ήδη βρει πρώτα μέσα μας ότι έχουμε απόψεις-θέσεις για πολλά συμβαίνοντα. Θέλαμε καταρχήν με κάποιο τρόπο να τα πούμε, δευτερευόντως να τα κουβεντιάσουμε και κατά τρίτον να γνωρίσουμε και άλλους, είτε συμφωνούντες είτε διαφωνούντες. Υπό το, λίγο αγαθό όπως το αναλογίζομαι, πρίσμα που αναπτύσσει ακριβώς από πάνω ο Μητσός. Αθώο πια δεν είναι τίποτα και πουθενά. Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως και όλα είναι ένοχα, στημένα, ψευδή.

Τότε, το τελευταίο που σκεφτήκαμε ήταν να έχουμε παραδίπλα ένα τσουβάλι γεμάτο με κάθε λογής δικαιολογίες και αιτιολογίες για να τις δίνουμε έτοιμες. Γιατί δεν θεωρούσαμε πως έχουμε κάποιους, ούτε έναν, απέναντι. Ήμασταν, έστω και με διαφορετικό βήμα, δίπλα-δίπλα. Προ εβδομάδος, κάποιος έγραψε σ’ άλλο post πως η ανωνυμία είναι η βάση της δημοκρατίας. Του απάντησα ότι το σέβομαι. Κι εγώ κι αυτός, ωστόσο, ξέρουμε πως δεν είναι έτσι. Όταν πας να ψηφίσεις (αυτό νομίζω ήταν το επιχείρημα), σου έχουν εκ των προτέρων καθορίσει πού θα πας και πότε και με το που προσέρχεσαι επιδεικνύεις αστυνομική ταυτότητα, σε βρίσκουν και σε σβήνουν σε προ-τυπωμένες λίστες. Κανείς δε μπορεί να ξέρει ποιον και τι ψήφισες, ξέρει όμως, πολύ καλά αν προσήλθες.

Έχω διαφωνήσει πάμπολλες φορές με κείμενα που διαβάζω. Ε, και; Δεν πρέπει να υπάρχουν; Ναι, αλλά αυτό, ωστόσο, δεν πρόκειται να γίνει το πύρινο άλλοθι για ύβρεις, χυδαιότητες, προσβολές. Από πάσα κατεύθυνση. Αν έγινε, ήταν λάθος. Και καλύτερα ένα λάθος να το δεις και να το διορθώσεις, παρά να ζεις μ’ αυτό. Είναι η ψύχραιμη, η αυτοκριτική θεώρηση όσων συμβαίνουν τριγύρω και δε μας αρέσουν, είναι το επόμενο βήμα μας ως ενεργοί άνθρωποι που σκέφτονται, αντί να καταχωνιάζουν τα κακώς κείμενά τους κάτω από το προσκέφαλο. Το πού αρχίζει και το πού τελειώνει ό,τι θεωρεί ο διπλανός μου ως τη δική του ελευθερία, ασφαλώς και δεν ταυτίζεται με τη δική μου. Ούτε και πρέπει, ούτε κι είναι εφικτό. Είναι ένα απόλυτα υποκειμενικό θέμα. Το λεπτότερο, ίσως.

Ακόμα κι αν μερικές φορές ενέχει τη δόση της ματαιοπονίας (και αποτυχίας) αυτού που έλεγε ο Aldous Huxley: «Ελευθερία να είσαι μια στρογγυλή βίδα σε μια τετράγωνη τρύπα!»

Το σκίτσο είναι του Αλέκου Σκουταριώτη.

Πάνος Πανότας

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Νάντια : Πέντε ιστοριούλες σε πρώτο πρόσωπο

• Η Διοτίμα που ξέρω εγώ υπήρξε ηρωίδα ενός βιβλίου που δεν εκδόθηκε ποτέ. Στη …latin εκδοχή της, δηλαδή ως diotima, υπήρξε και σαν alias σε μια από τις πρώτες ηλεκτρονικές κοινότητες Ελλήνων απανταχού της γης. Με άλλα λόγια, δεν υπήρξε ποτέ.

• Τα χρόνια που σπούδαζα στην Πάτρα, ένας παλιός γνωστός μού χτυπούσε το κουδούνι όποτε ήταν να παίξουν οι Ramones στην Αθήνα. Εκ του intercom λοιπόν, γινόντουσαν συζητήσεις όπως: «Έλα βρε συ στα Ραμονάκια, ωραία θα περάσουμε κλπ. κλπ.». «Μα, δεν έχω λεφτά / έχω εξεταστική / έχω κανονίσει να πάω αλλού / έτσι κι αλλιώς θα ξαναέρθουν, θα τους δω την επόμενη φορά». Τελικά δεν πήγα ποτέ σε κάποια συναυλία τους. Όταν έμαθα ότι πέθανε ο Joey, το ίδιο βράδυ είδα τους Ramones στον ύπνο μου να παίζουν το Beat on the Brat. Ήταν το τελευταίο εφηβικό όνειρο που αξιώθηκα να δω.

• Μια Άνοιξη με βρήκε στη Λισσαβώνα με μια κολλητή μου. Ένα βράδυ η περιπέτεια μάς έβγαλε μέσα από περίεργα σοκάκια κι ακόμα πιο περίεργες συναντήσεις, στο μοναδικό μέρος της Λισσαβώνας που έχει μείνει ανοιχτό μετά τη λήξη του ωραρίου – ένα ημιυπόγειο μπαρ όπου μπορούσες να μπεις μόνο με το σωστό άτομο και τον σωστό κώδικα. Ενώ καθόμαστε εκεί και μιλάμε (Ελληνικά εννοείται) με την φίλη μου, ένας μαύρος με μπλε ελεκτρίκ κοστούμι και μια εκπληκτική ομοιότητα με τον James Brown, γυρνάει προς το μέρος μου και λέει επί λέξει: «Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου».

Μετά το πρώτο σοκ, νάσου και οι λογικές εξηγήσεις: επρόκειτο για Σενεγαλέζο δικηγόρο ο οποίος ήξερε αρχαία Ελληνικά κι άδραξε την ευκαιρία για να τα εξασκήσει –πού να ξέρει ότι είμαστε της πρώτης δέσμης. Γνωρίζουμε κι αυτόν και την παρέα του, μας την ψιλοπέφτουν, εμείς δε γουστάρουμε και για ελιγμό κλείνουμε ένα αόριστο ραντεβού για την επόμενη μέρα. Εννοείται δεν είχαμε σκοπό να εμφανιστούμε.

Το επόμενο απόγευμα περιμένουμε με τους υπόλοιπους το μετρό. Με σκουντάει η φίλη μου, γυρνάω και τι να δω; Ο ίδιος τύπος – με το ίδιο κοστούμι της προηγουμένης- περίμενε κι αυτός –στο άσχετο- το μετρό λίγο πιο πέρα στην αποβάθρα! Κάνουμε έναν μικρό αλλά αποτελεσματικό ελιγμό, γλιτώνουμε την επαφή και έκτοτε κάτι μ’ ενοχλεί πάντα στους υπόγειους σιδηροδρόμους χωρίς διαχωριστικά βαγονιών.

• Τον Steve Wynn τον είδα για πρώτη φορά ζωντανά στο Nijmegen. Ήταν support στον Johny Dowd τον οποίο και σιχαίνομαι. Οπότε με το που τελείωσε το πρώτο μέρος βγήκα έξω στα τραπεζάκια με CD κλπ. όπου βρήκα και τον ίδιο τον Wynn και πιάσαμε κουβέντα. Εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία και τον ρώτησα κάτι που ήθελα να μάθω από χρόνια: «Τον τάδε στίχο των Dream Syndicate τον διάβασα μετά και σε γνωστότατο ποίημα του Elliot. Τον πήρες από το ποίημα ή μην τυχόν τον σκέφτηκες μόνος σου και πρόκειται για σύμπτωση;» «Τον πήραμε από τον Elliot», μου είπε κι εγώ διαπίστωσα ότι από το αποκαλύπτεις συμπαντικές συμπτώσεις, ακόμα καλύτερο είναι να διαπιστώνεις πως η ζωή σου είναι αυτή μια τέτοια σύμπτωση. Το ποιος στίχος είναι, αφήνεται ως άσκηση στον αναγνώστη.

• Την πρώτο μου ταξίδι στη Γερμανία ήταν με το βραδινό τρένο από το Άμστερνταμ. Ήταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα κι ήταν πατείς με πατώ σε. Προσπάθησα μπας και με πάρει ο ύπνος σ’ ένα αποπνικτικό, κλειστοφοβικό βαγόνι με έξι άτομα, αδύνατο. Βγήκα έξω στον διάδρομο και προσπαθούσα από το παράθυρο να ξεχωρίσω τα Γερμανικά τοπία στο μαύρο σκοτάδι. Ό, τι έβλεπα ήταν μονόχρωμο, όχι όμως με το χρώμα της νύχτας, αλλά με μια αλλόκοτη φεγγοβολή – σα να λέμε ότι ο κόσμος γίνεται ξαφνικά σαν τις παλιές ασπρόμαυρες τηλεοράσεις και σα να μην έφτανε αυτό τον βλέπεις και μέσα από ένα φιμέ τζάμι. Μόνο όταν ξημέρωσε έμαθα ότι όλη την μέρα πριν ταξιδέψω είχε χιονίσει με τις οκάδες κι ότι αυτό που έβλεπα ήταν τα χιονισμένα τοπία. Έκτοτε μ’ ελκύει το έργο καλλιτεχνών και λογοτεχνών οι οποίοι έχουν αποκαλύψει ότι η κόλαση είναι άσπρη σαν το χιόνι και δίνουν όνομα στα πράγματα που υποψιάστηκα εκείνη τη νύχτα κοιτάζοντας αυτό το –κυριολεκτικά- σεληνιακό τοπίο: όπως ο Αρανίτσης, ο Cave, η Siouxsie, o Matthew Hollis… Τα σχετικά κείμενά τους είναι σα σόμπες που λιώνουν το χιόνι που έχει απομείνει μέσα μου.

Θάνο, η σειρά σου!

Νάντια Πούλου

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati