Αργά το απόγευμα και η κίνηση στη Λεωφόρο Καβάλας ήταν ακόμη πυκνή. Τα φώτα των αυτοκινήτων είχαν ανάψει - μια κοκκινοκίτρινη γραμμή που διέσχιζε το ημίφως του δειλινού. Σαν άφησα πίσω την πόλη, το πορτοκαλί του ήλιου μπλέχτηκε με το καφετί της στεριάς. Δεν πέρασε πολύ ώρα, όταν στο τοπίο εισέβαλαν οι βιομηχανικές κατασκευές του Ασπρόπυργου. Τεράστια γκρίζα κοντέινερ, φωτάκια που αναβόσβηναν στην κορυφή των διυλιστηρίων, καπνοί που ξεχύνονταν από τις ψηλές καμινάδες - το γλυκό δείλι σκλήρυνε σε μια εικόνα υποβλητική και δυσοίωνη. Σχεδόν αμέσως ακολούθησαν και οι γνωστές μυρωδιές των επεξεργασμένων χημικών, οι ίδιες που διαβρώνουν εδώ και χρόνια τις αγέλαστες πέτρες λίγα χιλιόμετρα παρακάτω. Με μια στροφή στα δεξιά άφησα πίσω μου τη λεωφόρο και μπήκα στην πόλη.

Δε δυσκολεύτηκα να βρω το αστυνομικό τμήμα: Ένα καινούργιο λευκό κτίριο στην άκρη της πόλης, με μια μεγάλη αλάνα δίπλα του γεμάτη περιπολικά. Πάρκαρα πιο πέρα και μπήκα στο ισόγειο. Τα μικρά δωμάτια της αστυνομικής γραφειοκρατίας με περίμεναν, πρόχειρα επιπλωμένα και κρύα. Όπως και σε όλα τα αστυνομικά τμήματα, την επίφαση της τακτοποιημένης υπαλληλικής διοικήσεως πρόδιδε η έντονη αίσθηση των παραδίπλα κείμενων κρατητηρίων. Ένοιωθες τη βρωμιά, το ξενύχτι, τον βίαιο εγκλεισμό να ξεχύνονται από τα υγρά ντουβάρια και να σε διαποτίζουν.

Ο αστυνόμος κ. Μπατσάρας –όνομα και πράγμα– με εξυπηρέτησε με την τυπική ευγένεια που διακρίνει τα τελευταία χρόνια τους ομοίους του κρατικούς γραφειοκράτες. Υπόθεση ρουτίνας, από αυτές των συνηθισμένων εργατικών ατυχημάτων στα εργοτάξια της περιοχής - ο φάκελος θα έμπαινε το πιθανότερο στο αρχείο. Καληνύχτισα κι έφυγα, με τον ψυχρό αέρα του δρόμου να με καλωσορίζει και πάλι στο δικό μου γνώριμο κόσμο. Το σούρουπο είχε πέσει για τα καλά, ρίχνοντας τις σκιές του στους γύρω λόφους.

Περπατούσα τη μικρή απόσταση προς το αυτοκίνητο, όταν το τραγούδι έσκισε τη μουντή σιωπή της βραδυάς. Τραγούδι ανατολίτικο, βαρύ και πονεμένο. Γύρισα πίσω κι αντίκρυσα το σεκλετισμένο αοιδό, να ξεσπά τον καημό και την πίκρα του από το κρατητήριο του πρώτου ορόφου. Τα χέρια του μπλεγμένα στα κάγκελα, τα μάτια του να κοιτούν το ελεύθερο κι άπιαστο σκοτάδι, η φωνή του, χωρίς τζάμι να τη φυλακίζει, να δραπετεύει δονούμενη σε ένα σπαραχτικό αμανέ.

Στη γλώσσα της πατρίδας του, τραγουδούσε για το καραβοτσακισμένο ταξίδι, την αναγκαστική ξενιτιά, τη σκληρή δουλειά, τη βίαιη σύλληψη και το ξεφόρτωμα στο κελί. Την αβέβαιη λεφτεριά και το ακόμη πιο αβέβαιο μέλλον. Η φωνή έβγαινε με ορμή από τα πνευμόνια και από την ψυχή του, σκληρή κι αληθινή σαν το λεηλατημένο τοπίο του Ασπρόπυργου. Μετουσιώνοντας τον βουβό πόνο του τόπου σε τραγούδι λυτρωτικό. Μια εξιλεωτική γαλήνη με πλημμύρισε, στο δρόμο του γυρισμού.

Ροζίτα Σπινάσα

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati