Αυτό το θέμα είναι και το πιο επίκαιρο στη χώρα μας. Όλοι είδαμε πόσο καλά δούλεψε η τηλε-εκκλησία με το τηλε-πένθος του Χριστόδουλου. Και η θρησκεία, που πρόκειται στην ουσία για μια συλλογική πεποίθηση, βρίσκεται σε άμεση σχέση με τη λειτουργία της κοινωνίας και τον τρόπο ζωής των μελών της. Όσο πιο ελεύθερα λειτουργεί μια κοινωνία, τόσο πιο ανοιχτή είναι η θρησκεία, και το αντίστροφο - για παράδειγμα θα επικαλεστώ και πάλι την αρχαία πόλη-κράτος και το δωδεκάθεο, μια απόλυτα χαλαρή και ανθρωποκεντρική μορφή θρησκείας.

Η θρησκεία λοιπόν, δηλαδή η άλογη πίστη σε μια ανώτερη δύναμη και αποδοχή των οδηγιών διαβίωσης που αυτή θέτει, παραμερίζει το στοιχείο της λογικής και λειτουργεί στο θυμικό του ανθρώπου. Σε αυτό αφορά και αυτό πραγματεύεται, ανάλογα με τη θέση που παίρνει η κάθε θρησκεία απέναντι στη ζωή. Σε αυτό το σημείο όμως, σημασία δεν έχουν τα αρχικά δόγματα και πεποιθήσεις του ιδρυτή της, μα η εξέλιξή της στο χρόνο, δια μέσου της εκκλησίας, η οποία την εκπροσωπεί και τη διαχειρίζεται.

Μια εξέλιξη που στη συντριπτική πλειοψηφία των θρησκειών παγίωσε έναν ακόμα θεσμό εξουσίας, που στηρίζεται στην εκμετάλλευση του βαθύτερου, αρχέγονου ανθρώπινου φόβου: Του αναπόφευκτου θανάτου και του τι περιμένει τον άνθρωπο μετά από αυτόν. Όσον αφορά τη θρησκεία των δυτικών κρατών, ο χριστιανισμός, σε αγαστή συνεργασία με τις μοναρχικές εξουσίες των κρατών του μεσαίωνα, βούτηξε για αιώνες τα ανίσχυρα άτομα στο φόβο και τις τύψεις της αμαρτίας.

Με τις αρχικές κατευθύνσεις του χριστιανισμού να χάνουν το αρχικό νόημά τους και να καταλήγουν σε όργανα σκοταδισμού και απαγόρευσης στην ουσία κάθε ελεύθερης και κριτικής σκέψης, μέχρι που ο διαφωτισμός ανακάλυψε κι αναστύλωσε το μοντέλο του ελεύθερου-σκεπτόμενου πολίτη. Αυτό που τέθηκε πλέον ως ζητούμενο, είναι η ύπαρξη ελεύθερης σκέψης, απαλλαγμένης από σκοταδιστικούς φόβους και δεισιδαιμονίες.

Η απελευθερωτική αυτή εξέλιξη επηρέασε, όπως ήταν φυσικό, και την κρατική δομή και λειτουργία: Από το κράτος απαιτήθηκε μια λειτουργία ορθολογική και διαφανής, που να εξασφαλίζει για τους πολίτες παροχές και ωφελήματα που να δικαιολογούν επαρκώς την ύπαρξη και τη λειτουργία του. Σε αυτήν την περίπτωση, ο κρατικός σχηματισμός δεν φοβάται την ελεύθερη και κριτική σκέψη των πολιτών του - αντιθέτως, τη χρειάζεται και την καλλιεργεί, ώστε να ωφεληθεί από αυτή, να βελτιωθεί και να προοδεύσει.

Όταν όμως, το κράτος δεν ανταποκρίνεται σε μια λειτουργία αποδεκτή κι ωφέλιμη για τους πολίτες του, κι αδυνατεί, λόγω έλλειψης κοινών συμπαγών στόχων και λειτουργικής ανεπάρκειας, να εμπνεύσει στα μέλη του εμπιστοσύνη κι αποδοχή, τότε χρειάζεται το μηχανισμό ελέγχου της σκέψης, τον οποίο εξυπηρετεί άριστα μια συγκεντρωτική και φοβική θρησκεία.

Έτσι, σε ένα τέτοιο κράτος, η επιβολή της θρησκευτικής πίστης μέσω μιας δεσποτικής εκκλησίας αποτελεί σύμμαχο της διατήρησης της κρατικής σταθερότητας και συνοχής, ενώ αντιθέτως, πολίτες με μηδενική θρησκευτική συνείδηση και πνεύμα αμφισβήτησης αντιμετωπίζονται ως άμεση απειλή για τη διατήρηση της κρατικής σταθερότητας.

Γι’ αυτό το λόγο και βρίσκουμε μεγάλες διαφοροποιήσεις στην αντιμετώπιση, μα και το συσχετισμό της θρησκείας με την κρατική εξουσία: Ένα κράτος που λειτουργεί σωστά και αποδοτικά, δεν φοβάται να έχει ελεύθερα σκεπτόμενους πολίτες - γι’ αυτό και το ζήτημα της θρησκευτικής πίστης δεν το αφορά άμεσα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σέβεται ή δεν αποδέχεται την ανθρώπινη –ατομική– επιλογή της θρησκευτικής πίστης, με την έννοια της πνευματικότητας. Μα ότι τη σέβεται και την αποδέχεται με τον ίδιο τρόπο που σέβεται και αποδέχεται και την επιλογή της αθεΐας, γιατί ακριβώς η ελεύθερη και κριτική σκέψη, που αυτή υποδηλώνει, δεν απειλεί την κρατική συσπείρωση και συνοχή.

Όταν όμως, η διαχείριση της κρατικής εξουσίας καταλήγει σε κοινωνική αδικία και λειτουργική ανεπάρκεια, τότε για την προστασία της από τις –εύλογες– διασπαστικές τάσεις των δυσαρεστημένων υπηκόων της, είναι απαραίτητη η ‘πνευματική υποδούλωση’ που εξασφαλίζει η θρησκευτική καθοδήγηση. Έτσι, σε ένα τέτοιο κράτος η δήλωση ‘άθεος’ αντιμετωπίζεται με δυσπιστία μέχρι και κοινωνική αποδοκιμασία, ενώ, από την άλλη, το ίδιο το κράτος επιβάλλει την ‘επίσημη κρατική θρησκεία’, εμφανίζοντας ως υποχρεωτική τη συμμετοχή σε θρησκευτικά μυστήρια (θρησκευτικός γάμος, βάφτιση κ.λπ.), ως εχέγγυα κοινωνικής αφομοίωσης και αποδοχής.

Όπως όλοι γνωρίζουμε, η χώρα μας αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα αγαστής συνεργασίας κράτους και εκκλησίας - αν και η πιο καταναγκαστική κι ανελεύθερη εκδοχή του χριστιανισμού θεωρείται ο καθολικισμός, ο οποίος όμως δημιούργησε τη δική του αυτόνομη εξουσία, την οποία διαχωρίζει από τους κρατικούς εξουσιαστικούς θεσμούς.

Ροζίτα Σπινάσα

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati