Η Κ (προτιμώ να την κρατήσω στην ανωνυμία) είναι η πιο κοντινή σε ηλικία ξαδέρφη μου, ένα χρόνο μεγαλύτερη από εμένα. Για πολλά χρόνια ζήσαμε βίους παράλληλους: Μαζί στην ίδια γειτονιά, στα ίδια σχολεία, στις αμέτρητες οικογενειακές συγκεντρώσεις. Στην αρχή τα ψυχροπολεμικά χρόνια μεταξύ μας, στη συνέχεια η ενήλικη συμφιλίωση. Μετά οι σπουδές της στην Αγγλία, οι επισκέψεις μου, η επιστροφή της.

Τώρα η Κ ξανάφυγε, αυτή τη φορά για τα καλά. Πήρε τα δύο κοριτσάκια της και πήγε στην άλλη άκρη του κόσμου, την πατρίδα της μητέρας της, την Αυστραλία, ψάχνοντας μια καλύτερη τύχη. Μου πήρε καιρό να συνειδητοποιήσω την αποχώρησή της, που ήταν άλλωστε εντελώς αθόρυβη - δεν χαιρέτησε και κανέναν μας. Είναι αλήθεια ότι μετά το γάμο της είχε απομακρυνθεί από τους συγγενείς. Στην πραγματικότητα όμως ήταν ο (δεύτερος) γάμος του πατέρα της που την έκανε να μας γυρίσει την πλάτη - ο θείος μου, το πρόσωπο που καθόρισε τη ζωή της περισσότερο από κάθε άλλον.

Έτσι, αναπολώντας το παρελθόν υπό το βάρος της οριστικής απουσίας της από το δικό μου παρόν, στο νου μου ήρθε μια ιστορία της εφηβείας της. Ένα περιστατικό που μας είχε όλους συγκλονίσει, και που αποκάλυπτε, με τον πιο δραματικό τρόπο, το πείσμα και το απόλυτο του χαρακτήρα της, μα και τις σκιές που τη βασάνιζαν, από μικρό κοριτσάκι. Ένας συνδυασμός που οδήγησε σε μια εμμονή σχεδόν αυτοκαταστροφική, που έμελε να τη σημαδέψει ως προσωπικότητα και να κάνει όσους κοιτούσαν μόνο την επιφάνεια να μιλούν για ένα ‘αλλόκοτο κορίτσι’.
Είναι μια πραγματική ιστορία και σας τη διηγούμαι όπως ακριβώς συνέβη:

Ήταν ένα χειμωνιάτικο σαββατόβραδο του ’90 και οι γονείς μου είχαν πάει επίσκεψη στο σπίτι του θείου μου. Εκεί επικρατούσε μια ελεγχόμενη ένταση: Η Κ ήθελε να πάει σε ένα πάρτι, μα ο πατέρας της δεν την άφηνε - γνώριμη κατάσταση για τους γονείς μου, που πάλευαν κι αυτοί να συνεννοηθούν με τις δύο έφηβες κόρες τους, έτσι δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία.

Για την Κ δεν ήταν όμως μια απλή πατρική εντολή. Γιατί γι’αυτήν κάθε πατρική απαγόρευση ισοδυναμούσε με υποκριτική και άδικη καταπίεση. Δεν μπορούσε βλέπετε να δεχτεί νουθεσίες και ‘πρέπει’ από τον άνθρωπο που παραβίαζε συστηματικά και απροκάλυπτα τους κανόνες της οικογενειακής και συζυγικής πίστης. Η αμετάκλητη διάλυση της οικογενειακής τους ειρήνης βάραινε ήδη υπερβολικά στις κοριτσίστικες πλάτες της - από τη μία η θλίψη για την ατιμασμένη, για όλους ‘ξένη’ μητέρα, από την άλλη - και σημαντικότερο - η προσωπική της - αλά Φρόιντ - απόρριψη από τον ‘προδότη’ πατέρα. Πόσο μάλλον να ανεχτεί την ψευδο-κυριαρχία του στο ετοιμόρροπο οικογενειακό τους οικοδόμημα. Αυτό ήταν όμως κάτι που κανείς μας δεν είχε ακόμη αντιληφθεί. Έτσι, η φανερή εικόνα του σαλονιού περιοριζόταν σε ένα τυπικό καβγαδάκι γονιού προς κόρη - εύλογο κι ωφέλιμο συνάμα.

Ενώ λοιπόν οι ‘μεγάλοι’ κουβέντιαζαν στο σαλόνι, έχοντας ήδη ξεχάσει το θέμα ‘πάρτι’, στην πόρτα του διαδρόμου εμφανίστηκε η Κ, με μια μεγάλη τσάντα περασμένη στον ώμο. Με απόλυτα ψύχραιμο ύφος γύρισε προς τον πατέρα της:
‘Σε ρωτάω για τελευταία φορά: Θα με αφήσεις να πάω στο πάρτι;’
‘Σου είπα όχι’, η απάντηση ήταν το ίδιο στακάτη.
Η Κ έκανε μεταβολή, κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

Μισή ώρα περίπου αργότερα, στο σαλόνι μπήκε ο μικρός της αδερφός (που κι αυτός τον προηγούμενο μήνα αυτομόλησε στο L.A., για να κυνηγήσει την τύχη του στη show biz αρένα του Χόλιγουντ).
‘Μπαμπά που είναι η Κ; Τη ζητάνε στο τηλέφωνο’
‘Στο δωμάτιό της’
η σίγουρη απάντηση.
‘Δεν είναι, κοίταξα. Ούτε στα άλλα δωμάτια είναι’
Ο θείος μου σηκώθηκε από τον καναπέ βαριεστημένα, έχοντας όμως διαισθανθεί τα πρώτα σύννεφα της αναστάτωσης να απειλούν τη θαλπωρή της σαββατιάτικης ρουτίνας του.

Πράγματι, η Κ δεν ήταν στο δωμάτιό της. Ούτε στο δωμάτιο των αγοριών. Ούτε στην κουζίνα, ούτε στην τουαλέτα, ούτε στην αποθήκη. Οι γονείς μου είχαν πλέον εγκαταλείψει το ρόλο του διακριτικού επισκέπτη και συμμετείχαν κι αυτοί στο ψάξιμο - ή μάλλον ακολουθούσαν παρά πόδας το θείο και τη θεία μου. Ντουλάπια, πατάρι, πατώματα, όλα ψάχθηκαν με μια αυξανόμενη ανησυχία που μετατρεπόταν σε απειλητική αγωνία. Η Κ πουθενά.

Μέχρι που ο θείος μου βγήκε στην πίσω βεράντα του σπιτιού. Βεράντα σκοτεινή, τέσσερις ορόφους πάνω από τον ακάλυπτο, με το δεκεμβριανό αέρα να τη μαστιγώνει βουίζοντας. Το απόλυτο μαύρο έσπαγε ένα λευκό που κρεμόταν από τα κάγκελα, πηγαίνοντας πέρα δώθε μες στο σκοτάδι: Μια σειρά από άσπρα σεντόνια δεμένα μεταξύ τους, για να οδηγήσουν σε μια εναέρια φυγή.

Από το μυαλό όλων πέρασε η ίδια φρικιαστική σκέψη: Η Κ γλίστρησε κι έπεσε στο κενό. Η θεία μου λύγισε, έπεσε στο κρεβάτι και ξέσπασε σε γοερούς λυγμούς. Ήταν η πρώτη φορά που η πολιτισμένη και ψύχραιμη αυτή Αυστραλέζα ‘έσπαγε’ - θέαμα που κατάφερε να ξενίσει, μέσα στη φρίκη του σχεδόν βέβαιου θανάτου. Οι στιγμές που ακολούθησαν ήσαν από τις δυσκολότερες στη ζωή του θείου μου: Άσπρος σαν το πανί, κατέβηκε τρέχοντας τους τέσσερις ορόφους και όρμησε έξω, προς το πίσω μέρος της πολυκατοικίας. Για να βρει εκεί το πτώμα της κόρης του.

Προτού όμως προλάβει να φτάσει στο πιο χαμηλό σημείο, από τον δεύτερο όροφο ακούγεται η φωνή του γείτονα:
‘Αντώνη, η Κ!’
‘Τι είναι, λέγε!’
κραυγάζει ο θείος μου στην απόλυτη αγωνία.
‘Κατέβηκε στη βεράντα μας κι έφυγε από το σπίτι!’ αποκρίνεται ο γείτονας.
Η ανακούφιση δεν μπορεί να περιγραφεί - όπως όταν ξυπνάς από τον χειρότερο εφιάλτη και αντικρίζεις με αγαλλίαση το γνώριμο ταβάνι του δωματίου σου.
Όπως σε κάθε τραγική ιστορία υπάρχει και μια κωμική πλευρά, έτσι και σε αυτήν το κωμικό στοιχείο ήταν η συνάντηση της Κ με τη γειτόνισσα: Εκεί που πηγαίνει η γυναίκα στην κουζίνα, βλέπει ξαφνικά από τη τζαμαρία την Κ να κατεβαίνει με ανεμόσκαλα στο μπαλκόνι της! Μην μπορώντας να συλλάβει τι ακριβώς αντικρίζουν τα μάτια της, τη ρωτά:
‘Κ, τι θέλεις εσύ εδώ;’
Και η Κ της απαντά με ψυχραιμία τύπου killer woman:
‘Έπεσε ένα ρούχο μου και ήρθα να το μαζέψω’, και καβαλάει το κάγκελο, μπαίνει στο σπίτι και φεύγει από την πόρτα σαν κυρία, με τα ρούχα του πάρτι να κρέμονται στην τσάντα στον ώμο της.

Βέβαια, το θέμα για την ξαδέρφη μου δεν ήταν το πάρτι - διαφορετικά, με ελάχιστο θράσος και μια καλή τρεχάλα θα το είχε σκάσει από την πόρτα του σπιτιού. Μα την Κ την έπνιγε κάτι βαρύ και σκοτεινό, που καμία σχέση δεν είχε με εφηβικά καπρίτσια. Ήταν μια αίσθηση αφόρητης καταπίεσης αυτή που τη βασάνιζε, κι ένα πείσμα να δείξει ότι κανείς δεν μπορούσε να της επιβάλλει τους κανόνες του - ειδικά αυτός που παραβίαζε συστηματικά τους δικούς του. Γι’αυτό και έπαιξε τη ζωή της κορώνα - γράμματα, για να δείξει ότι καμία πόρτα δεν μπορεί να την κρατήσει κλειδωμένη. Και για να κραυγάσει την απελπισία της προς αυτόν που πραγματικά ‘έφευγε’ από το σπίτι.

Τελευταία πράξη του δράματος, ο θείος μου πήγε στο σπίτι της καλύτερης φίλης της και χτύπησε το κουδούνι. Η Κ κατέβηκε στο λεπτό. Είχε ήδη στολιστεί για το πάρτι - με ένα φόρεμα μπαλούν, σαν αυτά τα αμερικάνικα που βάζουν τα κορίτσια στο graduation prom -‘μια κουκλίτσα’ έλεγε η μητέρα μου- και με το μακιγιάζ πασαλειμμένο από τα δάκρυά της. Ο πατέρας της την πήρε από το χέρι χωρίς να πει κουβέντα και γύρισαν μαζί στο σπίτι, αμίλητοι και τρομαγμένοι. Το πάρτι είχε ήδη ξεχαστεί..

Ροζίτα Σπινάσα

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati