Το σημείο μηδέν στα δύο μέτρα. Τα χαρτόκουτα περιμένουν να γεμίσουν, τα ντουλάπια και τα ράφια να αδειάσουν. Ραντεβού με τους μεταφορείς κλεισμένο, να κουβαλήσουν στα χέρια τους τη ζωή μου ολόκληρη. Τεμαχισμένη, πρόχειρα δεμένη και οριακά αβέβαιη. Οδηγώντας τη σε δρόμους φαρδύτερους και καθαρότερους. Μακριά από το εν βρασμώ τσιμέντο και τις γκρίζες αναθυμιάσεις. Τους απολαυστικά λιποθυμικούς, άνευ κλιματισμού καύσωνες, τα ζοφερά χνώτα των αποχετεύσεων. Από τις καλημέρες των κλάξον και της μπόχας, από τα σκατά των περιστεριών στα πεζοδρόμια. Χωρίς να τρεμοπαίζουν πια στο τζάμι τα εκατομμύρια φωτάκια της πόλης, σηματοδοτώντας την απόσταση με τους πάντες και τα πάντα. Ούτε γλυκές αστικές καταθλίψεις, με soundtrack την αδιάκοπη υπόκωφη βοή της πόλης.


Όχι πια ποτά της τελευταίας στιγμής, ούτε πνιγμένα τρεκλίσματα μέχρι την εξώπορτα. Και σίγουρα όχι στη δουλειά με τα πόδια. Τέλος στις βαριές σακούλες σούπερ μάρκετ στα χέρια, στους αντίλαλους από τις συναυλίες του Λυκαβηττού, στους ασφυκτικούς καπνούς από τα φλεγόμενα αστυνομικά τμήματα - για εκ του ασφαλούς, στο απυρόβλητο διαμέρισμα, συγκινήσεις. Το πιο πικρό αντίο, στην αίσθηση να είμαι και εγώ ένα τόσο δα κύτταρο αυτού του ασθμαίνοντος οργανισμού κτιρίων, δρόμων και ανθρώπων, να ζω, να υποφέρω και να λυτρώνομαι μαζί του. Σε μια πορεία διαρκούς ανόδου και πτώσεως, να διαδέχεται η μια την άλλη, ματαιώνοντας τις περίσσιες προσδοκίες κι αφήνοντας το γλυκό ίλιγγο του rollacoaster. Σαν τη μέρα της μαρμότας, ούτε νομίζεις, ούτε και θες να τελειώσει, μα αυτή η μέρα δε φτιάχτηκε για να κρατήσει για πάντα. Όπως καμία μέρα άλλωστε.

Τώρα αντί για φθαρμένο μπετόν από τα τζάμια μου θα βλέπω πράσινο. Ωραίο, υγιές, ξενέρωτο πράσινο. Και δε θα καίγομαι πια από τη ζέστη, ούτε θα μαυρίζω τα πνευμόνια μου από τα καυσαέρια. Θα διαλύω τα ζόρια μου και τις τοξίνες μου στα χλωριωμένα καθαρτικά ύδατα της γειτονιάς. Θα μειωθούν τα delivery και θα αυξηθούν τα τάπερ. Και θα μπαίνω στο συνεπές, ψυχρό κι αδιάφορο μετρό, στο δρόμο προς την πόλη και πάλι πίσω στα προάστια. Ψάχνοντας να βρω και πάλι μια νέα ισορροπία, με τον υπόγειο φόβο μην πνιγώ στις τακτοποιημένες διαδρομές της suburbia. Που με την ησυχία και την τάξη της με τρομάζει.

Τα φώτα όμως της πόλης δε σβήνουν ποτέ, μα θα ‘ναι πάντα εκεί, γνώριμα και δικά μου, καλώντας με και πάλι μέσα τους. Κι αυτή τη φορά θα είναι η ενδιάμεση διαδρομή που θα με ξεσηκώνει, στο ασταμάτητο πέρα δώθε της επιστροφής μου στο κέντρο. Και θα μεγαλώνει τη λαχτάρα μου να το ρουφήξω και να το γευτώ, μέχρι να γίνομαι και πάλι ένα μαζί του.

Ροζίτα Σπινάσα

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati