Έχουμε μάθει από μικροί ότι το μόνο συναίσθημα που πρέπει να νοιώθουμε για τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν, είναι η αγάπη. Αγάπη για τους γονείς και τα αδέλφια μας, αγάπη και για τους φίλους μας. Να χαιρόμαστε με τις χαρές τους και να λυπόμαστε με τις λύπες τους. Να νοιαζόμαστε γι’ αυτούς και να τους βοηθάμε στις δυσκολίες της ζωής. Κι αυτό το μαθαίνουμε όχι ως απλό καθήκον, μα, ακόμη περισσότερο, ως πηγαία κι αυθόρμητη συναισθηματική αντίδραση, απαραίτητη για να χαρακτηριστούμε κι εμείς από τους άλλους –μα το κυριότερο, από τον ίδιο μας τον εαυτό–, καλοί άνθρωποι.

Στην πραγματικότητα όμως η παραπάνω, θρησκευτική και ηθική παρότρυνση δεν είναι άλλο από μια καταναγκαστική πανάκεια στην ιδιοτελή ανθρώπινη φύση, που όμως, αντί να μας εξαγνίσει και να μας εξωθήσει στη σφαίρα του αλτρουισμού και του ανθρωπισμού, κάνει την αναπόφευκτη συνειδητοποίηση του φυσικού μας εγωισμού ενοχική και επώδυνη. Με όλες τις σκοτεινές ψυχικές μας παρορμήσεις να αποπέμπονται στο πυρ το εξώτερο, ως επονείδιστες ενδείξεις αντικοινωνικών κι αποδοκιμαστέων τάσεων. Έτσι εξαναγκαζόμαστε σε ένα κρυφτούλι με τα πραγματικά μας συναισθήματα και τον αληθινό ψυχισμό μας, ο οποίος όμως συνεχίζει να δεσπόζει, αλύγιστος κι αγέρωχος, πάνω από τη φοβική εθελοτυφλία μας, και πάνω από κατασκευασμένους κανόνες και ηθικές.

Πόσο όμως πιο εύκολα θα ήσαν τα πράγματα, αν στη θέση της πιο πάνω θεσμοθετημένης παρεξήγησης υπήρχε, πέραν από ηθικούς αφορισμούς, η αποδοχή της ιδιοτελούς μας φύσης, με όλα της τα συνεπακόλουθα, αρνητικά (ή μήπως απλώς φυσικά) για τον πλησίον μας συναισθήματα. Πόσες a priori χαμένες μάχες θα ματαιώνονταν, πόσες ενοχικές πληγές δεν θα κακοφόρμιζαν κάτω από προχειροδεμένους επιδέσμους, πόσες καταναγκαστικές ‘αγάπες’ θα γλιτώναμε.

Όμως τα μη και τα πρέπει που ενσταλάχθηκαν μέσα μας, ήδη με το πρώτο μητρικό χάδι, δε μας αφήνουν άλλη επιλογή από το να καμουφλάρουμε τις αρχέγονες κι ανεξέλεγκτες ψυχικές μας αντιδράσεις με γλυκερά κακοφτιαγμένα φτιασιδώματα - σα λασπερές λακκούβες με απόνερα, τις ραίνουμε με κατακόκκινα πλαστικά ροδοπέταλα, που επιπλέουν άχαρα, κολλώντας πάνω στον πολτό των ενοχικών μας εμμονών. Όχι μόνο για να τις κρύψουμε από τα ξένα μάτια, μα και για να μη βουτήξουμε τη συνείδησή μας στις λάσπες. Στις σκοτεινά, μα πέρα για πέρα αληθινά κι άτρωτα μύχια της ύπαρξής μας δηλαδή.

Χωρίς να είναι πραγματικά η δυσωδία τους που μας καταδιώκει, μα ο φόβος των άλλων, που μας είπαν ότι είναι βρωμερά και μαύρα σαν την κόλαση. Έτσι ενοχοποιούμε κι αφορίζουμε τον πραγματικό μας εαυτό, σκεπάζοντας την έμφυτη ζήλια του πρωτότοκου Κάιν με αδελφική σκοτεινή αγάπη, τον ερωτικό κατασπαραγμό με ρομαντικές καρδούλες, την ανακούφιση που μας προσφέρει η δυστυχία των άλλων με απολαυστικά, κροκοδείλια δάκρυα. Σκορπίζουμε ψεύτικη θετική ενέργεια και σπασμωδικά χαμόγελα, με τον πανικό της ερασιτεχνικής απάτης να προδίδει τις βαθύτερες προθέσεις μας. Και με το μικρό παιδί μέσα μας, κλειδωμένο στο υπόγειο, να μη σταματά να μας βασανίζει, θυμίζοντάς μας συνέχεια ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός.

Όταν όμως το σαθρό οικοδόμημα της προσωπικότητάς μας αρχίζει να τρίζει στα κάλπικα θεμέλιά του, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με τα φαλτσέτα των κακοπαιγμένων μας παραστάσεων, τότε ανακαλύπτουμε τη μεγάλη παρεξήγηση. Ή τη μεγάλη απάτη; Και σκάβουμε κάτω από τα συντρίμμια για να ανακαλύψουμε τις ‘καταπιεσμένες ορμές κι ανάγκες μας’, για να ξεκινήσουμε το δεύτερο, νέο άθλο: να αποτινάξουμε, έστω και εκ των υστέρων, τις υποβόσκουσες προκαταλήψεις μας. Να επουλώσουμε τις πληγές του συκοφαντημένου εαυτού μας, αναγνωρίζοντάς του το ακαταλόγιστο και χίλια μύρια ελαφρυντικά.

Να σπάσουμε τους κανόνες που μας απαγόρευσαν το σπουδαιότερο, να μας αγαπήσουμε, χωρίς βασανιστικές κριτικές και συνεχείς αυτοαπορρίψεις. Οδηγώντας μας, ειρωνικά κι αναπόφευκτα, στο σημείο μηδέν: Στο αρχέγονο, αρχετυπικό εγώ μας. Μόνο που, αντί να το καλωσορίσουμε από την αρχή, έπρεπε πρώτα να περάσουμε από τα χίλια κύματα της τεχνητής, μα υποχρεωτικής, απάρνησής του. Γι’ αυτό, από αφετηρία μετατράπηκε στο έπαθλο του τέλους. Με τα ενδιάμεσα παρελκυστικά εμπόδια –ενοχική τιμωρία ενός προπατορικού αμαρτήματος που δεν υπήρξε ποτέ– να κάνουν ακόμη πιο πολύτιμη την αυτογνωσία του τερματισμού. Στον οποίο τερματισμό και (οφείλει να) κλείνει ο κύκλος, στον ελεύθερο πια, εαυτό μας.

Ροζίτα Σπινάσα

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati