Με αφορμή την από 2-4-2007 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση που έλαβα από την Χριστίνα Κασσεσιάν, επανέρχομαι στο άρθρο μου με τίτλο «Don’ t stop me if you’ve heard this one before vol.3: γραφιάδες με τις μπάντες ή γραφιάδες οι πάντες» και διευκρινίζω ότι:

Το παραπάνω άρθρο δεν περιέχει κανέναν απολύτως ισχυρισμό, σχόλιο έστω και έμμεση αναφορά για την Χριστίνα Κασσεσιάν ως άτομο και ως προσωπικότητα. Αν μέρος του άρθρου αυτού ή ολόκληρο το άρθρο εκλαμβάνεται ως τέτοιο είτε από την ίδια, είτε από τον οποιονδήποτε τρίτο αυτό οφείλεται σε ολοκληρωτική παρανόηση του περιεχομένου και του νοήματος του άρθρου. Με την Χριστίνα πρέπει να έχουμε βρεθεί δύο φορές (αν θυμάμαι καλά), να έχουμε μιλήσει μόνο τη μία και τίποτε περισσότερο. Δεν γνωρίζω τίποτε απολύτως για την προσωπική της ζωή, δεν έχω καμία διάθεση, κανέναν απολύτως λόγο και κατά συνέπεια καμία πρόθεση να τη σχολιάσω και είναι νομίζω εύκολα αντιληπτό στον καθένα ότι καμιά αναφορά στην προσωπική της ζωή και την προσωπικότητα της δεν γίνεται στο σύνολο του άρθου. Το άρθρο δεν αναφέρεται στην Χριστίνα Κασσεσιάν, στην προσωπικότητα της και την προσωπική της ζωή, αλλά στο περιεχόμενο και την ποιότητα των κειμένων που γράφει στο περιοδικό Sonik και ειδικότερα στην κριτική της για το άλμπουμ Closer των Closer.

Ομοίως στο άρθρο δεν περιέχεται κανένα σχόλιο για τον επαγγελματισμό της. Με το άρθρο αυτό (με ένα μέρος του για την ακρίβεια, καθότι δεν αναφέρεται στο σύνολο του στην ως άνω κριτική) κρίνεται και σχολιάζεται ένα συγκεκριμένο κείμενο της Χριστίνας Κασσεσιάν (η κριτική της για το CD Closer των Closer που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Μαρτίου του περιοδικού SONIK, επαναλαμβάνω) και αναλύεται η προσωπική μου άποψη για το κείμενο της αυτό, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τις οποίες γράφεται μια κριτική για ένα δίσκο, μία συναυλία, ή ένα άλλο κείμενο. Ο επαγγελματισμός και η επαγγελματική υπόληψη δεν είναι έννοιες ταυτόσημες με την κρίση περί του αν ένα ορισμένο δημιούργημα της εργασίας μας είναι ποιοτικά επαρκές ή όχι. Ο κάθε επαγγελματίας σε οποιονδήποτε τομέα κρίνεται καθημερινά (αλίμονο αν κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε άλλωστε). Η κρίση αυτή προέρχεται από διάφορες πλευρές: από τους τυχόν εργοδότες του, από τους πελάτες του, από τους αποδέκτες του έργου κ.λ.π. Η ταύτιση του φέροντα αρνητική κρίση επί του έργου κάποιου επαγγελματία με συκοφάντη που προσπαθεί να σπιλώσει την επαγγελματική του υπόληψη όχι μόνο δεν συνάδει ειδικά με την ιδιότητα του δημοσιογράφου ή έστω αυτού που δημοσιεύει ενυπόγραφα κείμενα σε έντυπα και μη περιοδικά, αλλά πολύ περισσότερο οδηγεί στο επικίνδυνο συμπέρασμα του περιορισμού μέχρις εξαφανίσεως της κριτικής επί του έργου των άλλων.

Με το να σχολιάζουμε το πνευματικό έργο ενός άλλου αρνητικά και να θεωρούμε ότι αυτό δεν είναι επαρκές ποιοτικά είτε για τα δικά μας δεδομένα, είτε ακόμη και για τα δεδομένα της κοινής πείρας, ουδόλως θίγουμε την επαγγελματική υπόληψη και τον επαγγελματισμό αυτού του οποίου το έργο κρίνουμε. Διαφορετικά η κριτική θα ήταν a priori ποινικό αδίκημα. Σε αυτή την περίπτωση κάθε καλλιτέχνης, κάθε συγγραφέας, κάθε ηθοποιός και κάθε συγκρότημα θα έπρεπε να θεωρεί την αρνητική παρουσίαση (γιατί η κριτική είναι τελικά μια παρουσίαση του έργου στο ευρύ κοινό) ως δυσφήμηση όχι του έργου του, αλλά του επαγγελματισμού και της προσωπικότητας του.

Η κρίση περί του αν ένα κείμενο, ένας δίσκος, ένα θεατρικό έργο κ.λ.π. είναι ποιοτικά ανεπαρκές ασφαλώς προκαλεί «στεναχώρια» στον δημιουργό του. Σε κάποιους δημιουργούς μάλιστα προκαλεί δημιουργική στεναχώρια καθώς τους ωθεί να βελτιώνονται και να παρουσιάζουν κάτι καλύτερο την επόμενη φορά. Θεωρώ όμως ότι ο ισχυρισμός περί πρόκλησης ανυπολόγιστης ηθικής βλάβης από μία κριτική είναι κατάφωρα παράλογος και με τους κανόνες του δικαίου και με αυτούς της κοινής λογικής που υπαγορεύει την ύπαρξη της δυνατότητας για άσκηση κριτικής. Αν κάτι τέτοιο γίνει αποδεκτό, πρέπει να δεχτούμε ότι αυτός που γράφει για μια θεατρική παράσταση συμπεριλάβει στην κριτική του μια φράση όπως «είναι η χειρότερη παράσταση της χρονιάς. Μην πάτε να τη δείτε. Θα κλαίτε τα λεφτά σας», προκαλεί όχι μόνο ηθική, αλλά και υλική βλάβη στους δημιουργούς της παράστασης, οι οποίοι κατά αυτό τον τρόπο δικαιούνται να ζητήσουν τα έσοδα που τυχόν απώλεσαν.

Εφόσον δημοσιεύουμε κείμενα ενυπόγραφα, τα κείμενα αυτά είναι στην ελεύθερη προσωπική κρίση του καθενός. Είτε αυτός είναι απλός αναγνώστης, είτε είναι συνάδελφος μας που δημοσιεύει κείμενα, είτε είναι ο δημιουργός του έργου το οποίο κρίνουμε. Η αναζήτηση αδικοπρακτικής ευθύνης για το περιεχόμενο δημοσιογραφικών ή ενημερωτικών κειμένων ειδικά όταν γίνεται μεταξύ ατόμων που ασχολούνται με το αντικείμενο αυτό, αποτελεί εκτροπή από την αρχή που θέλει το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση ως το πρωταρχικό δικαίωμα. Μπροστά σε αυτό δεν υποστηρίζω ότι μπορούν να «θυσιάζονται» δικαιώματα εξίσου σημαντικά όπως αυτό της τιμής και της προσωπικότητας, για αυτό και στο άρθρο μου δεν συμπεριέλαβα καμία απολύτως προσβλητική αυτών έκφραση ή χαρακτηρισμό.

Έννοιες όπως η κριτική, η σάτιρα κ.λ.π., όμως, όταν τις συνοδεύουμε με επιθετικούς προσδιορισμούς του τύπου «εποικοδομητική», «καλόπιστη κ.λ.π. περιορίζονται, χάνουν το αληθινό τους νόημα και ουσιαστικά αναιρούν τον σκοπό τους. Τα κριτήρια για το καλόπιστο και το εποικοδομητικό είναι απολύτως εύθραυστα και το γνωρίζουμε καλά όσοι γράφουμε σε περιοδικά. Αν καταλήξουμε να προκαλούμε οι ίδιοι την επίκληση αυτών των κριτηρίων κάθε φορά που ασκείται κριτική σε ένα δικό μας κείμενο το πιθανότερο είναι ότι θα προκαλέσουμε τελικά τον περιορισμό της ελευθερίας του να γράφουμε αυτό το οποίο πραγματικά έχουμε κατά νου να γράψουμε. Το να ισχυριζόμαστε ότι αποζητούμε και επιδιώκουμε την καλόπιστη κριτική και την εποικοδομητική κριτική δεν θέλω να πιστεύω ότι συνεπάγεται πως στρεφόμαστε ενάντια σε όποιον τυχαίνει να μας ασκεί αρνητική κριτική. Είναι αυτονόητο ότι κάποιος ο οποίος δέχεται μια αρνητική κριτική εννέα στις δέκα φορές θα την εκλάβει ως ψευδή. Και ίσως να είναι και θεμιτό, μιας και ο δημιουργός οφείλει να υπερασπίζεται το έργο του. Η ταύτιση του έργου όμως με τον δημιουργό αποτελεί πάντοτε σφάλμα που οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα. Το καλό και ποιοτικά ανώτερο πνευματικό έργο δεν χαρακτηρίζει την προσωπικότητα του δημιουργού του και αντίστροφα.

Η Χριστίνα Κασσεσιάν παρότι το αναφέρει ως δήθεν δικαιολογία εκ μέρους μου για τα όσα γράφω το προσδιορίζει πολύ καλά σε ένα μέρος της εξωδίκου της. Σκοπός του επίμαχου άρθρου ήταν και είναι όντως ή άσκηση αληθούς κριτικής επί του συγγραφικού της έργου. Και όχι μόνο επί του δικού της συγγραφικού έργου. Η εν λόγω κριτική δεν αποτελεί επ’ ουδενί προϊόν προσωπικής εμπάθειας. Πριν από ενάμιση χρόνο σε άρθρα μου με τον ίδιο υπέρτιτλο, τα οποία ομοίως δημοσιεύτηκαν στο mic αναφέρθηκα συνολικά στο ζήτημα του ποιοι γράφουν σήμερα στα μουσικά περιοδικά , κατά πόσο έχουν τη γνώση να το κάνουν με ποια κριτήρια επιλέγονται τα κείμενα τους και ποια είναι τελικά η ποιότητα των κειμένων τους. Εφόσον όμως κάποιο κείμενο οποιουδήποτε κρίνεται από εμένα ως μη ποιοτικό και ανεπαρκές διατηρώ κάθε δικαίωμα να δημοσιοποιήσω αυτή την άποψη μου. Όπως αντίστοιχα ο καθένας για τα δικά μου κείμενα.

Καταλήγοντας φτάνουμε στο ζήτημα της δημόσιας συγνώμης την οποία απαιτεί η Χριστίνα Κασσεσιάν με την εξώδικο της. Σεβόμενος το γεγονός ότι έστω και παρανοώντας και διαστρεβλώνοντας το νόημα των όσων έγραψα είναι δυνατόν πραγματικά να στεναχωρέθηκε για όσα διάβασε για το κείμενο της (καθότι επαναλαμβάνω: τίποτε από όσα γράφηκαν δεν αφορούσαν την ίδια προσωπικά) έχω κάθε διάθεση να της ζητήσω συγνώμη και με το παρόν κείμενο και κάποια στιγμή προσωπικά εφόσον τύχει να βρεθούμε (καθόσον συνεχίζουμε να γράφουμε και στο ίδιο περιοδικό). Η συγνώμη αυτή αφορά το γεγονός ότι θίχτηκε έστω και αναίτια και δεν συνεπάγεται σε καμιά περίπτωση παραδοχή εκ μέρους μου των ισχυρισμών ότι δήθεν προέβην σε ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμού και σχόλια εναντίον της. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ και είναι εύκολο να διαπιστωθεί από τον οποιονδήποτε προσεχτικό αναγνώστη του επίμαχου πλέον άρθρου. Οπότε συγνώμη επί προσβολής μη γενόμενης δεν χωρεί στην προκειμένη περίπτωση. Καλό θα είναι όλοι μας να βλέπουμε την πραγματική διάσταση των γεγονότων.

Ειδικά μάλιστα αν αναλογιστεί κανείς ότι από τα 72 συνολικά σχόλια που γράφτηκαν για το κείμενο τα περισσότερα από αυτά στράφηκαν εναντίον και του Mic και του Μπάμπη Αργυρίου με επίκεντρο κυρίως τη σχέση του Mic αλλά και των υπόλοιπων μουσικών περιοδικών με την ελληνική ροκ σκηνή. Κανένα δε από αυτά τα σχόλια δεν αναφέρεται με υποτιμητικό τρόπο στη Χριστίνα Κασσεσιάν, γεγονός που αποδεικνύει ότι ούτε το ίδιο το άρθρο αναφέρεται με υποτιμητικό, προσβλητικό ή συκοφαντικό τρόπο σε αυτήν. Ο όποιος αντίκτυπος είχε αυτό το άρθρο ήταν να ξεκινήσει μια ολόκληρη συζήτηση για τη σχέση μουσικών περιοδικών και συγκροτημάτων, αλλά και για την κατάσταση του μουσικού τύπου στην Ελλάδα. Καμία συζήτηση δεν ξεκίνησε γύρω από την προσωπικότητα, τον επαγγελματισμό και την επαγγελματική υπόληψη της Χριστίνας Κασσεσιάν, όπως αόριστα ισχυρίζεται με την εξώδικο της.

Τέλος θέλω να πληροφορήσω την Χριστίνα Κασσεσιάν ότι το άρθρο αποσύρθηκε από το χώρο δημοσίευσης του μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα από τη δημοσίευση του, συνεπώς το σχετικό αίτημα της είναι άνευ αντικειμένου ήδη προτού προβληθεί.

Αλλά και να επισημάνω ότι το να ζητάμε από κάποιον να αναγνωρίσει ότι έγραψε ψευδή και προσβλητικά σχόλια για εμάς ισοδυναμεί με το να του ζητάμε να ομολογήσει το περιεχόμενο της επερχόμενης μήνυσης και αγωγής μας.

Με τιμή,
Άρης Καραμπεάζης

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati