Κατά έναν τρόπο με πρόλαβε ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος στο editorial του στο τελευταίο τεύχος του LifO. Ας είναι κι έτσι. Αν κανείς έχει μια άποψη κι αυτή είναι σύμφωνη με ενός άλλου δε σημαίνει ντε και καλά πως πρέπει να την εκφράσει και πρώτος. Σ’ αυτή τη χώρα έχει καταντήσει σκέτη γάγγραινα το ποιος είπε τι και αν το είπε πρώτος, δεύτερος ή τελευταίος!

Λοιπόν, η μία γιαγιά μου που γνώρισα, η οποία έχει αποδημήσει εδώ και μερικά χρόνια αλλά εγώ ακόμη τη σκέφτομαι με την ίδια αγάπη με όταν ζούσε (hello grand-ma!!), δε στόλιζε ποτέ της το σπίτι για τα Χριστούγεννα. Ούτε δέντρο, ούτε χιονάνθρωπους που αναβοσβήνουν, ούτε ταράνδους-σκούπες στην πόρτα, ούτε Αγιο-Βασίληδες που πέφτουν με αλεξίπτωτο, ούτε φωτάκια στη βεράντα. Τίποτα. Ωστόσο, τις άγιες μέρες τις ζούσε δυνατότερα. Φτιάχνοντας γλυκά και λουκάνικα, αλλά και περιμένοντας να αλλάξει ο χρόνος με περισσή καρτερία. Κρατώντας την απλή, ανόθευτη ουσία, δηλαδή, μιας ταπεινής επαρχιώτισσας γυναίκας και μέχρι εκεί.

Οι στολισμοί είναι έργο των πόλεων κυρίως. Εμείς, οι βαρεμένοι, εξουθενωμένοι, κουρασμένοι κάτοικοί τους το θεσμοθετήσαμε. Διότι απλά θέλουμε οι δρόμοι που περπατάμε ή οδηγούμε καθημερινά, οι διαδρομές που ενδόμυχα μέσα μας έχουν συνδεθεί με τις δέκα και βάλε ώρες δουλειάς ημερησίως να αλλάξουν έστω και πρόσκαιρα. Να τους φύγει το μουντό, άχρωμο προφίλ τους και να φορέσουν μια γιορτινότερη αλλαξιά. Εμείς ικανοποιούμε τις ανάγκες μας στολίζοντας και φωτίζοντας το περιβάλλον μας έξω και μέσα. Ξεγελιόμαστε. Ζούμε ένα παραμύθι. Χανόμαστε σε κάτι που ξέρουμε πως δεν υπάρχει πραγματικά. Σκεπαζόμαστε με τις κουβέρτες, αυτών που ποθούμε αλλά δεν έχουμε, όπως τα μικρά που κάτι τους φοβίζει. Ψάχνουμε την ασφάλεια. Τονώνουμε το ανοσοποιητικό μας μπρος στην ανία. Φορτίζουμε την ξελιγωμένη μπαταρία της επιβίωσής μας. Για άλλη μια χρονιά. Μέχρι του χρόνου βλέπουμε, ποιος ζει και ποιος πεθαίνει.

Και, ασφαλώς, κανείς μας δε θέλει καν να ψάξει βαθύτερα αυτές τις συνήθειες όταν τον καταπραΰνουν όπως η μορφίνη. Ούτε θέτει θέμα αν η φάτνη ήταν έτσι, αν υπήρχαν και πόσα ήταν τα βόδια, αν οι τρεις μάγοι ταξίδεψαν σε καμήλες που έφτυναν και ρεύονταν όπως αυτές στη Τυνησία και όλα τα άλλα. Αφήνει το μυαλό του να αποπλανηθεί οικειοθελώς. Να μη θέτει την πίστη σε ώρες πολύτιμης αγαλλίασης και ξεκούρασης στο τραπέζι. Να μη σκέφτεται τι βιομηχανία έχει στηθεί και από ποιους πάνω σ’ αυτή την ετήσια φιέστα του. Να μη σκοτίζεται που όλα ήταν τότε φτωχικά αλλά το τωρινό χριστουγεννιάτικο τραπέζι έχει τόση περιττή αφθονία που τα πόδια του τρίζουν και με τα τότε στάνταρτ θα χόρταινε ολόκληρη πόλη!

Καλά έκανε, λοιπόν, όποιος διάλεξε τη 19η του Δεκέμβρη του 1971 για την πρεμιέρα του “A Clockwork Orange” του Stanley Kubrick. Ήταν (και είναι) ένα αντίβαρο της ανθρώπινης αλαζονείας και ματαιοδοξίας που πάει ασορτί με την αταίριαστη «υποκρισία» των ημερών (εξάλλου ό,τι είπαμε παραπάνω στο τέλος-τέλος θέμα της ψυχολογίας της συμπεριφοράς είναι και του λόγου του). Για πάμε σφυρίζοντας ξανά το “Singin’ In The Rain”. Όλοι μαζί!

(Η αχτύπητη γελοιογραφία «βγήκε» πέρυσι τέτοιες μέρες σε ένα post και ανακτάται πανεύκολα στη διεύθυνση www.philology.gr/blog/?p=76).

Πάνος Πανότας

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati