Το μωσαϊκό γυάλιζε κάτω από το εβένινο τραπεζάκι του χωλ, εκεί που τα αγόρια, πεσμένα στο πάτωμα, διέλυαν τα καινούργια τους κουρσάκια. Ξεφυσούσαν και μούγκριζαν, φορώντας ήδη τα κοντά τους παντελόνια, τα μαλλιά χωρίστρα στο πλάι, το μυαλό τους να περιμένει το πρώτο χτύπημα του κουδουνιού. Στο μεγάλο ράφι του ψυγείου δεσπόζει η σοκολατένια τούρτα με τα καβουρδισμένα αμύγδαλα. Η μητέρα τακτοποιεί στους δίσκους τα καναπεδάκια με κινήσεις αρκετά γρήγορες, ώστε να φορέσει μετά το καινούργιο ντεπιές χωρίς βιάση, μα κι αρκετά αργές, ώστε να μην νοτίσουν τα φρεσκοχτενισμένα στο κομμωτήριο μαλλιά της. Στη σάλα ο πατέρας, μέσα στο κομψό μπεζ κοστούμι του, διαλέγει τις πλάκες με τη μουσική, ενώ πάνω στον ραδιοενισχυτή το ποτήρι με το τζιν φις αφήνει την υγρή του στάμπα.

Οι καλεσμένοι δεν αργούν. Αφού τσιμπήσουν τις λιχουδιές από τον μπουφέ της τραπεζαρίας, η μητέρα δείχνει το σύνθημα για χορό, και το πάρτυ αρχίζει. Πολλοί επιδίδονται στο τουίστ και τη μπόσα νόβα με ευρωπαϊκή άνεση, άλλοι με σχετική αβεβαιότητα, όλοι όμως με ζωντάνια και κέφι. Οι άνδρες μισοζαλισμένοι, στριφογυρνούν εκ περιτροπής στις αγκαλιές τους τις ντάμες του πάρτυ, οι οποίες δέχονται με κρυφή ευχαρίστηση τις ανελλιπείς μουσικοχορευτικές θωπείες των καβαλιέρων τους. Τα μπουκάλια λικέρ αδειάζουν σταθερά μα με μέτρο, κι ο χορός φουντώνει με κατακόρυφο ρυθμό. Τα ζεύγη εναλλάσσονται κάθε λίγα βήματα, κι ενώνονται όλοι μαζί, με τις πρώτες νότες της γνωστής σκα επιτυχίας, σε ένα τρελό τρενάκι. Οι πολυέλαιοι στο ταβάνι ολόφωτοι, κι από κάτω τα πρόσωπα να λάμπουν ακόμη περισσότερο.

Τρυπωμένα κάτω από την τραπεζαρία, δύο ζευγάρια μάτια παρακολουθούν ζαλισμένα τα καλογυαλισμένα σκαρπίνια να χτυπούν ρυθμικά στο πάτωμα, τις σικ γάμπες των κυριών να στροβιλίζονται αέρινα. Τον μικρότερο αδελφό τους τον είχε πάρει ο ύπνος πάνω στα γυμνά τους πόδια, ανάμεσα σε άδεια τσόφλια από φιστίκια και περιτυλίγματα από σοκολατάκια τζοκόντα.

Ο νέος άνδρας, ο πιο αδύνατος της παρέας, κουρδίζει την κιθάρα του, δοκιμάζοντας τα κακόηχα ακόμη ακόρντα, ενώ στο δωμάτιο ακούγεται η μουσική από το πικ απ. Το μικρό σαλόνι ήταν γεμάτο από ανθρώπους, όσοι χωρούν έχουν στριμωχτεί στον παλιό καναπέ, οι υπόλοιποι κάθονται στη μοκέτα που καλύπτει το πάτωμα απ’ άκρη σ’ άκρη. Το δωμάτιο μυρίζει βινύλιο και τσιγάρα. Οι πρώτες νότες της κιθάρας ακούγονται, κι αρχίζουν όλοι μαζί το τραγούδι. Θεοδωράκης, Λοϊζος, Μούτσης. Οι χορδές της φτηνής κιθάρας πάλλονται οργισμένα, οι φωνές και οι ψυχές παίρνουν φωτιά. Φωνές φάλτσες ίσως, μα θαρρετές, που δεν χάνουν στίχο από τα τραγούδια. Τραγούδια που δε σταματούν στιγμή, το ένα έρχεται μετά το άλλο, να σβήσει τη δίψα των ανθρώπων για ελευθερία, να ανάψει τη φλόγα για διασκέδαση και γλέντι.

Σιγά σιγά αρχίζουν τα λαϊκά. Αλεξίου, Μπιθικώτσης, μέχρι και Καζαντζίδης. Οι γυναίκες σηκώνονται κι αρχίζουν να χορεύουν τσιφτετέλι αργό, λικνιστικό, οι άντρες τις συνοδεύουν καπνίζοντας. Χορός γνήσιος και ανεπιτήδευτος, στο μικρό, γεμάτο φτηνά έπιπλα σαλόνι, σ’ ένα στενό του Γκύζη. Με τις στάχτες να πέφτουν στην παλιά μοκέτα και τις καύτρες να μην σβήνουν ποτέ. Με κρασί απ’ το χωριό και ανθρώπους απ’ όλη την Ελλάδα.

Ανθρώπους που έζησαν στερήσεις και έμαθαν στα λίγα, και τώρα η ζωή ανοίγεται μπροστά τους. Τα όνειρά τους απτά όπως η πρωινή ομίχλη, που σε τυλίγει γλυκά, μέσα σε διαθλασμένες ζεστές ηλιαχτίδες. Γι’ αυτό και όλα είναι μια γιορτή, κι αυτοί έτοιμοι να τη γιορτάσουν, κάθε της ώρα και κάθε της στιγμή.

Στην υπόγεια αποθήκη οι τοίχοι δονούνται από τα δυνατά, υπόκωφα μπιτ. Στον μεγάλο, τσιμεντένιο χώρο γίνεται ήδη αδιαχώρητο. Γύρω από τα μπαρ, ο ένας σπρώχνει τον άλλον φωνάζοντας την παραγγελία του, ενώ τα ασταμάτητα χέρια των μπάρμαν χύνουν στα ποτήρια αμφιλεγόμενα ποτά, παρασκευής συνοικιακού αποστακτηρίου. Προϊόντα συνοικιακού εργαστηρίου σερβίρονται και στις τουαλέτες.

Στο κέντρο του μαγαζιού, εκατοντάδες σώματα σαρώνονται από τον ασταμάτητες δονήσεις της μουσικής. Χέρια, πόδια, όλοι κινούνται στον ρυθμό της, στη μια σπιθαμή του χώρου που αναλογεί στον καθέναν τους. Ο ένας πάνω στον άλλον, μα και τόσο μακριά του, παραδομένος στον μοναχικό, εγωκεντρικό και αυτολατρευτικό χορό του. Κινήσεις αυτόματες κι ανακλαστικές, υποταγμένες στις εντολές της μουσικής και της κάθε είδους χημείας που κυλά στις φλέβες. Η σικέ νίκη του ενστίκτου πάνω στη λογική, ένα παγανιστικό ξεσάλωμα άνευ λατρευτικού αντικειμένου. Το μοναδικό αντικείμενο του πόθου, οι ίδιοι τους οι εαυτοί, η μουσική και εγώ, εγώ μέσα στη μουσική.

Στις λίγες στιγμές διαύγειας, το μόνο που ψάχνουν μέσα στο πλήθος, είναι βλέμματα θαυμασμού και λαγνείας. Σημείο επαφής, η αμοιβαία ανταλλαγή (αυτό) προσοχής και (αυτό) αποδοχής. Σύναψη υπολογιστικών συμμαχιών, η μετα-κοινωνικότητα των ψυχροπολεμικών πάρτυ της modern era.

Τα όνειρα τελείωσαν, η ενότητα διασπάσθηκε, οι θεοί αποκαθηλώθηκαν κι αυτό που έμεινε είναι άνθρωποι να ψάχνουν το νόημα της ζωής, της χαράς, της μια μονάχα ημέρας, στον ευδαιμονισμό της υλιστικής τους ματαιότητας. Λοβοτομώντας τις ανησυχίες τους με χημείες, αλλά και κάθε είδους αλχημείες, κρύβοντας την αγωνία τους στο οχυρό του αυνανιστικού και ευνουχισμένου εαυτού τους.

Ροζίτα Σπινάσα

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati