Απέναντι από το σπίτι μου βρίσκεται το σπίτι των γειτόνων μου. Είναι μια οικογένεια: Ο πατέρας, η μητέρα - συνήθως απλώνει ρούχα ή ποτίζει τα λουλούδια, κι ο γιος, που όλο μιλάει στο τηλέφωνο, βηματίζοντας πέρα δώθε στη βεράντα ή στην ταράτσα. Έχουν κι έναν σκύλο που γαβγίζει δυνατά κάθε πρωί, σαν χτυπά η καμπάνα του Αϊ Νικόλα, και δε σταματά παρά μετά από πολύ ώρα. Με ενοχλεί που μου χαλάει τον ύπνο, μα η φασαρία του είναι προτιμότερη από τις συνήθεις κόρνες των αυτοκινήτων.

Τους βλέπω και με βλέπουν σχεδόν κάθε μέρα εδώ και τρία χρόνια, μα είναι μόνο δυο φορές που έχουμε μιλήσει: Την πρώτη μου έδωσαν συμβουλές για το πότισμα των λουλουδιών, τη δεύτερη, αργά τη νύχτα, μου φώναξαν να χαμηλώσω τη μουσική για να κοιμηθούν. Άλλη κουβέντα δεν έχουμε αλλάξει. Κι αυτό γιατί, αν και η απόσταση ανάμεσα στα μπαλκόνια μας είναι λίγα μόλις μέτρα - σαν δύο ιπτάμενες αυλές με έναν δρόμο ανάμεσά τους, πολύ περισσότερο μας χωρίζει το ύψος των έξι ορόφων που βρίσκονται κάτω από τα πόδια μας. Τόσο κοντά και τόσο μακρυά συνάμα, δίπλα δίπλα σαν βγούμε στις βεράντες μας, μα κι εντελώς ξένοι σαν ξεπορτίσουμε και κατέβουμε στους πολυσύχναστους δρόμους που περικυκλώνουν τις πολυκατοικίες μας.

Αυτοί ήσαν λοιπόν οι γνωστοί άγνωστοι της διπλανής πόρτας, της απέναντι βεράντας για την ακρίβεια, με τους οποίους δε με συνέδεε τίποτα περισσότερο από τις κοινές εικόνες της πόλης και μερικά φευγαλέα βλέμματα. Μέχρι προχθές τουλάχιστον.

Την πρώτη μέρα του Φλεβάρη είχα το νου μου από το πρωί να κλείσω τα φώτα το πεντάλεπτο από τις 20.55 μέχρι τις 21.00 για να συμμετάσχω στην δήλωση διαμαρτυρίας για την αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών, την οικολογική καταστροφή του πλανήτη μας στην ουσία. Η παγκοσμιότητα της κίνησης αυτής μου είχε δημιουργήσει από νωρίς μια αίσθηση αναμονής, ανάμεικτη με την αναπόφευκτη -σαν alter ego- υποψία ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ακόμη trendy συγχωροχάρτι για τις συνειδησιακές ενοχές της νέας εποχής.

Βέβαια, ο παράπλευρος σκεπτικισμός δεν με εμπόδισε να σπεύσω, όταν το ρολόι έδειξε εννέα παρά πέντε, να κλείσω το ρεύμα από τον γενικό διακόπτη (μην μείνει κάποια συσκευή στο stand-by). Αμέσως μετά, φωτίζοντας με το κινητό τα βήματά μου, έφτασα μέχρι την μπαλκονόπορτα να δω πώς τα πήγαινε από ‘συσκότιση’ και η υπόλοιπη πόλη. Όπως το περίμενα, η φωτοστόλιστη βραδυνή Αθήνα με περίμενε, επιβεβαιώνοντας τους φόβους μου περί χαζοχαρούμενου και αμφιβόλου επιτυχίας χάπενινγκ. Μέχρι που είδα, μετά από μερικές στιγμές, τα φώτα των γειτόνων να σβήνουν και το σπίτι τους να βυθίζεται στο σκοτάδι. ‘Λες απλά να έφυγαν;’ αναρωτήθηκα δύσπιστα, με την υπόγεια προκατάληψη ότι η συγκεκριμένη κίνηση διαμαρτυρίας, διαφημισμένη κυρίως μέσω e-mails, απευθυνόταν σε πιο hi-tech κοινό (το οποίο και θα έσπευδε να επιβεβαιώσει τις μοντέρνες ανησυχίες του συμμετέχοντας σε αυτήν...).

Μετά όμως από πέντε λεπτά τα φώτα άναψαν και στο απέναντι σπίτι, διαλύοντας τις αμφιβολίες μου. Και δείχνοντάς μου ότι τελικά είναι πολλοί οι άνθρωποι γύρω μας, ίσως περισσότεροι απ’ ό,τι νομίζουμε, που βλέπουν τα προβλήματα και καταλαβαίνουν ότι τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν. Και, το σπουδαιότερο, νοιώθουν την ανάγκη να το δηλώσουν, έστω κλείνοντας το ρεύμα του σπιτιού τους για λίγα μόνο λεπτά. Δεν ξέρω αν η διαμαρτυρία αυτή πέτυχε - το έψαξα την επόμενη ημέρα, αλλά δεν βρήκα κάτι σχετικό. Αυτό όμως που ξέρω είναι ότι αν αρχίσουμε όλοι μας να αλλάζουμε, ξεκινώντας από τις μικρές, καθημερινές μας συνήθειες, θα φανεί ορατό αποτέλεσμα. Η επίγνωση πλέον υπάρχει, αυτό που τώρα χρειάζεται είναι η απόφαση και η πράξη. Και πιστεύω ότι θα αποδειχτεί πιο εύκολο απ’ ό,τι νομίζουμε - δεν έχουμε άλλωστε και άλλη επιλογή.

Ροζίτα Σπινάσα

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati