Πρωταγωνιστούν (κατά σειρά εμφανίσεως)

Θάνος Σταυριανάκης (αφηγητής), Λάμπρος Σκουζ, Άρης Καραμπεάζης, Τάσος Πατώκος, Πάνος Πανότας, Κώστας Καρδερίνης, Βασίλης Παυλίδης, Αντώνης Ξαγάς, Γιάννης Παπαιωάννου, Νάντια Πούλου, Άκης Καλόπουλος.

Ο Σκρουζ ήταν ένας πολύ αυστηρός και τσιγκούνης δισκοκριτικός. Δεν βαθμολογούσε πάνω από επτά κανένα δίσκο που έπεφτε στα χέρια του. Είχε την εντύπωση ότι τους βαθμούς, τους έβαζε από την τσέπη του. Του άρεσε να ταπεινώνει πολύ περισσότερο τα ελληνικά συγκροτήματα και δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου, συμπαθής στην ελληνική σκηνή. Κάθε μέρα πήγαινε στο γραφείο, που εργαζόταν σκληρά, σαν αρχισυντάκτης, στο περιοδικό «Μικρόφωνο». Πλαισιωνόταν από ανθρώπους που τον φοβόντουσαν και δεν του πήγαινε κόντρα κανείς τους. Δεν επέτρεπε σε κανέναν να φύγει από το γραφείο του, πριν από εκείνον. Όλοι σκεφτόντουσαν την απόλυση και οι καιροί ήταν δύσκολοι και υπάκουαν στωικά. Ειδικά τις εορτές των Χριστουγέννων τις σιχαινόταν. Δεν ήταν παντρεμένος, ήταν κατά του γάμου άλλωστε, και δε μπορούσε να καταλάβει τι σημαίνει η έκφραση : «οικογενειακές υποχρεώσεις».

Παραμονή Χριστουγέννων, ήρθε στο γραφείο του καθυστερημένος και τσατισμένος αφού είχε διαβάσει κάτι πρωινά δημοσιεύματα, που τον είχαν εξαγριώσει.

«Αυτή η Ιουλιέτα Λούη, δεν έχει το θεό της. Με σύγχυσε πρωί πρωί. Εκτός από όμορφα οπίσθια που τα τονίζει με διάφορα μεταλλικά κολάν, δε διαθέτει, κανένα άλλο μουσικό ταλέντο. Ως εκεί φτάνουν οι μουσικές της δυνατότητες. Θα κάνω πόλεμο σε όσους την υποστηρίζουν. Ειδικά την εταιρεία της, την Τεμπελόσκυλο Ρέκορντς. Το μεγαλοδισκάδικο Κατολίσθηση, δε θα μπορέσει να πουλήσει ούτε ένα cd της. Θα δει τι θα πάθει... Θα δουν τι θα πάθουν όλοι τους, δε με ξέρουν καλά... Άρη! Άρη! Έλα εδώ! Γρήγορα!»

Ο βοηθός του, ο Άρης Καραμπέ, μισός γάλλος, μισός έλληνας, λάτρης της εμβατηριακής μεταρόκ και οποιοδήποτε μουσικού πειραματικού φαινόμενου από τα άγνωστα Πομακοχώρια του Καναδά, πολύτεκνος πατέρας, βετζετέριαν φυσιολάτρης και φανατικός οπαδός του Ολυμπιακού, διακτινίστηκε μπροστά στις προσταγές του αδίστακτου Λαμπρενέζερ Σκρουζ.
- «Διατάξτε με, αφεντικό»
- «Σου αναθέτω την αποστολή της εξαφάνισης από το μουσικό χάρτη αυτής της Λούη. Θέλω σήμερα να ξενυχτίσεις και αύριο το πρωί θα μου έχεις έτοιμο το καταστατικό της εξόντωσής της. Κανόνισε να με απογοητεύσεις.»
- «Μα... Μα...»
- «Μαματζιόλας!»
- «Μα είναι παραμονή Χριστουγέννων και αύριο Χριστούγεννα... Έχω οικογένεια, παιδιά...»

- «Και δουλειά έχετε κ. Καραμπέ ή μήπως το ξεχάσατε; Και να κάνετε το σταυρό σας που ακόμα την έχετε... Πρώτα η δουλειά και μετά η διασκέδαση. Θέλω να κάνεις την Ιουλιέτα μας, να ψάχνει μια ζωή για να βρει το Ρωμαίο της. Κατάλαβες;»

Είχε βραδιάσει για τα καλά. Ο Καραμπέ, έγραφε ακούραστα το μανιφέστο της ατάλαντης παρτ τάιμ μουσικού και φουλ τάιμ ξεχασμένης και ξεπεσμένης ηθοποιού. Είχε συλλέξει και παράνομο μετεφηβικό πορνογραφικό φωτογραφικό υλικό της από το διαδίκτυο. Η εξόντωσή της ήταν σχεδόν βέβαιη. Σιχαινόταν τη δουλειά του, αλλά του επέφερε καλά χρήματα και μπορούσε να συντηρήσει, σχεδόν, τίμια αλλά με ανέσεις την οικογένειά του. Ο Σκρουζ τον κακονύχτησε, του ζήτησε κιόλας να έρθει και νωρίτερα αύριο στο γραφείο για το πρωτοσέλιδο. Ο Λαμπρενέζερ Σκρουζ πήγε κατ’ ευθείαν σπίτι του. Ένιωθε κουρασμένος και ήθελε να κοιμηθεί. Ακούμπησε το σκελετό με τα γυαλιά του, χρώματος ταρταρούγα, στο κομοδίνο δίπλα του και έκλεισε τα μάτια του, ο ύπνος τον πήρε σχεδόν αμέσως.

Ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του... Είδε έναν άνθρωπο απέναντί του να τον κοιτάζει. Μέσα στον ύπνο του φοβήθηκε πολύ.
- «Ποιος είσαι εσύ; Πάρε ότι θέλεις, μη μου κάνεις κακό!»
- «Είμαι ο Τάσος Παρελθώκος, το φάντασμα των προηγούμενων Χριστουγέννων».
- «Ναι καλά... Και εγώ είμαι ο Ντεβέντρα Μπάνχαρτ τότε...”
- «Τόσο καιρό έχεις να πλυθείς δηλαδή; Ας σοβαρευτούμε όμως. Λαμπρενέζερ Σκρουζ, σε διατάζω να με ακολουθήσεις, έχω να σου δείξω κάτι...»
- «Υπόσχεσαι να μην πάθω τίποτα;»
- «Στο ορκίζομαι» και με ένα κλικ των δακτύλων του Τάσου Παρελθώκου, εξαφανίζονται από το δωμάτιο του Σκρουζ.

Μεταφέρθηκαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Δε μπορούσε να δει τίποτα, μόνο να ακούσει κάτι ήρεμες ηλεκτρακουστικές μελωδίες.
«Παρελθώκε! Παρελθώκε!», δεν του απαντούσε όμως.
Κουράστηκε να φωνάζει, μέσα στα σκοτάδια, το μόνο που μπορούσε είναι να ακούσει ήταν αυτή η μουσική. Δεν είχε και άλλη επιλογή βέβαια.
«Τι βασανιστήρια περνάω θεέ μου...», σκέφτηκε.

Σιγά σιγά, αυτή η γλυκιά μουσική του άρεσε όμως, τον γαλήνεψε και τον ηρέμησε από αυτήν την αγχώδη επίσκεψη. Ξέχασε που βρίσκεται και έμεινε για πολλή ώρα σιωπηλός να την ακούει. Είχε ενθουσιαστεί.
- «Σου αρέσει αυτή η μουσική;», τον ρώτησε κάποια στιγμή ο Παρελθώκος.
- «Ναι. Είναι πολύ καλή. Τι είναι;», απόλυτα ήρεμος.
- «Είναι τα Τρεμάμενα Μελαγχολικά Αστέρια».
- «Δεν τους ξέρω...»
- «Και όμως θα έπρεπε να τους ξέρεις αφού το πρώτο τους δίσκους τον είχες βαθμολογήσει με 2 και είχες γράψει ότι είναι το καλύτερο χάπι για εκείνους που πάσχουν από αϋπνίες. Δε σου λέω, τι είχες πει για τα προηγούμενα συγκροτήματα τους, τους Αγροπόντικες και τις Βορινές Βιβλιοθήκες Φωτογραφιών»
- «Θα επανορθώσω, στο ορκίζομαι».
- «Δε προλαβαίνεις Λαμπρενέζερ, διαλύθηκαν...»

Ο Σκρουζ, ένιωσε άσχημα, δαγκώθηκε και κατάπιε τα λόγια του. Ήταν από τις λίγες μουσικές στιγμές που τον έκαναν να αισθανθεί καλύτερα ή καλύτερος άνθρωπος. Ένιωσε πως είχε κάνει ένα τεράστιο λάθος.
- «Αρκετά όμως» και με ένα κλικ των μαγικών δακτύλων του Παρελθώκου, ο Σκρουζ βρέθηκε ξανά στο κρεβάτι του.
«Τι όνειρο και αυτό», σκέφτηκε... όμως δεν είχε καταλάβει ότι μέσα στο δωμάτιο υπήρχε και άλλη μια ύπαρξη.
- «Σκρουζ...», με το που άκουσε το όνομα του σκιάχτηκε και μαζεύτηκε στην άκρη του κρεβατιού του.
- «Μου έκοψες τη χολή, ποιος είσαι εσύ πάλι; Δε θα με αφήσετε καθόλου να κοιμηθώ απόψε;»
- «Είμαι ο Πάνος Παρόντας, το φάντασμα των τωρινών Χριστουγέννων. Ακολούθησε με, έχω να σου δείξω και εγώ κάτι».
- «Δε λέω ότι και εγώ είμαι ο Ρούφους Γουέινράιτ, γιατί θα την πατήσω πάλι...»
Άνοιξαν την πόρτα του δωματίου του και βρέθηκαν στο κέντρο μιας συναυλίας. Ο κόσμος διασκέδαζε και χόρευε με τη μουσική γύρω του. Μια γυναικεία φιγούρα, έδινε ένα πραγματικό σόου πάνω στο παλκοσένικο κάνοντας τον κόσμο να περνάει πανέμορφα.
- «Την ξέρω αυτήν. Είναι η Ιουλιέτα Λούη», είπε ο Σκρουζ.
Ο κόσμος ήταν μασκαρεμένος λόγω του ντρες κώδικα. Δίπλα του ήταν ο πασίγνωστος λαϊκός τραγουδιστής και καρατερίστας Βασίλης Αμυγδάλου ντυμένος σοκολάτα και ο ελληνοουζμπέκος ντοκιμαντερίστας και μικρομηκοκινηματογραφιστής Κώστας Καρδερίνοφ ντυμένος ως Τουϊτι.
- «Καλά αυτό το «Μικρόφωνο» δε ξέρει τι λέει, Βασίλη μου»
- «Κώστα, ο Σκουζ θα τους έβαλε πάλι να λένε αυτές τις χαζομάρες, ξέρω τι σου λέω. Θα τους απείλησε ότι θα τους απολύσει. Άσε που δεν τους κολλάει και τα ένσημα του ΙΚΑ. Παλιοφυλλάδα...»
- «Δε μπορούν να καταλάβουν ότι έχουμε να χορέψουμε έτσι από την εποχή των Χαρούμενων Δευτέρων και των Πέτρινων Τριαντάφυλλων;»
- «Εντάξει είσαι υπερβολικός τώρα, η Λούη δε θα σώσει τον κόσμο, αλλά κάνουμε κέφι μαζί της, σωστά;»
- «Σωστά, αυτές οι φυλλάδες θέλουν κάψιμο»
- «Συμφωνώ, τα ίδια κάνανε και με τους Εκείνη Θέλει Εκδίκηση και τους ακούει όλος ο κόσμος τώρα εκτός από εκείνους, τα ξέχασες;»
- «Ξεχνιούνται αυτά; Άσε που μας προτείνουν κάτι άσχετα θρησκευτικού περιεχομένου συγκροτήματα σαν τους Κενή Διαθήκη1 και τους Εσπερινούς, που είναι σαν κυριακάτικες αγουροξυπνημένες ακολουθίες... Μα καλά δε ντρέπονται λίγο;»

Η αλήθεια είναι ότι ο Σκρουζ ντράπηκε πολύ. Συνήθως, σε άλλες περιπτώσεις, θα ανταπέδιδε τους κακοχαρακτηρισμούς εις βάρος του και θα ταπείνωνε λεκτικώς τους συνομιλητές του, αλλά απόψε δεν είχε το κουράγιο, ένιωθε ότι είχαν δίκιο όλοι τους.
«Πήγαινε με πίσω στο δικό μου παρόν, Πάνο Παρόντα, κατάλαβα τι θέλεις να μου πεις».
Άνοιξε την πόρτα που είχαν μπει στο συναυλιακό χώρο και ξαναγύρισε πίσω στο δωμάτιο του. Με το που μπαίνει βλέπει έναν δίμετρο μαυροφορεμένο σκοταδόψυχο άντρα να τον κοιτάει, ατάραχος και αμίλητος.
- «Ο Χριστός και η Παναγιά, η καινούργια και η παλιά, ποιος είσαι εσύ;», δεν πήρε καμία απάντηση όμως.
- «Γιατί δε μιλάς; Εσύ με φοβίζεις περισσότερο από τους άλλους; Γιατί φοράς μαύρα;»
Τον πλησίασε και παρατήρησε ότι στο λαιμό του είχε κρεμασμένη μια μικρή ταμπελίτσα που έγραφε : «Είμαι το φάντασμα των μελλοντικών Χριστουγέννων. Μη με αγγίξεις, απλώς ακολούθησέ με. Αντώνης Ξανάς»
- «Αν σου έλεγα τώρα, ότι είμαι ο Μάικλ Γκίρα ή ο Μάικλ Νάιτ, δεν θα είχε και τόσο πολύ σημασία έτσι;»
Με ένα νόημα του δακτύλου του ο Ξανάς, πρόσταξε το Λαμπρενέζερ να τον ακολουθήσει. Πέρασε μέσα από τον τοίχο του δωματίου. Ο Σκρουζ ακολούθησε. Έβαλε διστακτικά το ένα του χέρι μέσα στον τοίχο και είδε ότι τον διαπέρασε με μεγάλη ευκολία και με μια απότομη κίνηση πέρασε στην αντίπερα πλευρά.

Βρέθηκε στα γραφεία του σκανδαλοθηρικού περιοδικού «Έχουμε + Λέμε». Ένας άντρας και μια γυναίκα συνομιλούσαν. Τα χρώματα στο δωμάτιο, ήταν φουτουριστικά και τα έπιπλα λες και είχαν βγει από το Κουρδιστό Πορτοκάλι. Ήταν μεταμφιεσμένοι και αυτοί. Εκείνος είχε ντυθεί Πάπας Ιωάννης και εκείνη πουλί, σαν το φοίνικα σαν «Το πουλί, το πουλί» της Λούφας και Παραλλαγής. Ο Λαμπρενέζερ κοίταξε με ένα απορημένο βλέμμα τον Ξανά σα να του έλεγε : «τι έγινε εδώ ρε παιδιά;»

Ο Ξανάς, ανέκφραστα αγέλαστος, ανασήκωσε το χέρι του και του υπέδειξε να μπει σε ένα γραφείο. Περνώντας από δίπλα τους, τους άκουσε να λένε.
- “Πολύ αυστηρός αυτός ο καινούργιος δ/ντής βρε πουλάκι μου. Θα μας φέρει πολλά λεφτά όμως, είναι πολύ καλός λένε στη δουλειά του», της λέει...
- «Τι να σου πω Γιάννη μου... εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι δεν θα αφήσω αυτήν την ξιπασμένη, την Ζιράνα Ζατέλη, να γίνει διάσημη. Εγώ έγραψα πρώτη για τη Διοτίμα.»
- «Μα Νάντια, δεν είναι της Ζατέλη...»
- «Δεν με νοιάζει ποιανής είναι, ακούς; Δε θα μου πάρει εμένα τη δόξα αυτή!»

Μπαίνοντας μέσα στο γραφείο, το βλέπει άδειο εντελώς, μόνο ο ηλεκτρονικός υπολογιστής ήταν ανοιχτός. Πήγε κοντά του και διάβασε στην οθόνη.

“Σε καιρούς δύσκολους, που οι άνθρωποι έχουν αλλάξει του τρόπους ακρόασής τους, έχουμε την προ εξαετίας επανέκδοση του πρώτου άλμπουμ του. Δίσκος σημαντικός για τα ελληνικά δεδομένα, αφού πηγάζει από τα πέρατα του πρόσφατου και μη μουσικού παρελθόντος και είναι πλαισιωμένος από μια πλειάδα πολύπειρων ταλαντούχων μουσικών που έχουν προσφέρει και συνεχίζουν προσφέρουν πολλά πράγματα στη δισκογραφία. Ο δίσκος ακούγεται ακόμα πιο φρέσκος από τότε αλλά συγχρόνως φαντάζει ακόμα πιο σημαντικός από ποτέ. Από το έξτρα cd είναι ξεκάθαρο πλέον ότι τα καινούργια τραγούδια του είναι στο ίδιο στυλ και κάνουν ευδιάκριτο το μοναδικό στυλ συγγραφής τους. Ο δίσκος του λαικού βάρδου Άκη Καλόπουλου ‘Μπούχτισα από ‘σένανε’, είναι γεγονός, είναι πάλι εδώ.» (10) Λαμπρενέζερ Σκρουζ.

«Όχι, δε μπορείς να μου το κάνεις αυτό. Δε μπορείς να με ξεφτιλίσεις έτσι, δε μπορείς, όχι, όχι...» και στριφογύριζε με τα μαξιλάρια του παρέα, στο κρεβάτι του. Ξύπνησε απότομα φωνάζοντας μόνο όχι. Έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα και κοίταζε κάθε γωνία μήπως και ξεπροβάλλει κάποιο άλλο φάντασμα.

Αμέσως μετά, άνοιξε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του και συνδέθηκε στο διαδίκτυο. Τελικά τα Τρεμάμενα Μελαγχολικά Αστέρια, δεν έχουν διαλυθεί, απλώς κάνανε μια διακοπή και μετονομάστηκαν προσωρινά ως Περιστασιακά Τρεμουλιάσματα. Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση. Υποσχέθηκε στον εαυτό του να είναι δίκαιος γενικά με τη μουσική και να την ακούει και στο φως αλλά και στα σκοτάδια.

Μετά πήρε τηλέφωνο τον Καραμπέ, που ήταν ακόμη στο γραφείο και ολοκλήρωνε το μανιφέστο της ατάλαντης Λούη. Του ζήτησε συγνώμη και του είπε να πάει αμέσως στην οικογένειά του. Επίσης του ζήτησε ευγενικά αν μπορεί να πάει στο live της που θα γίνει σε λίγες μέρες και να γράψει μια πραγματικά αντικειμενική κριτική. Σημείωσε στο ημερολόγιο του να στείλει στην οικογένεια Καραμπέ, τη μεγαλύτερη γαλοπούλα σαν δώρο για τα Χριστούγεννα.

Μετά ήταν εύκολο να γράψει την κριτική, αφού ήταν έτοιμη από το όνειρό του σχεδόν, και να βάλει το πρώτο δεκάρι της ζωής του, στον αγαπημένο του δίσκο από την αγαπημένη του μπάντα. Το “Χαμένος στη Μουσική” των Happyshine Silver.

________________
Σημείωση :

1 Στα εβραϊκά, Tanakh

Θάνος Σταυριανάκης

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati