Τρυπωμένα κάτω από την τραπεζαρία, δύο ζευγάρια μάτια παρακολουθούν ζαλισμένα τα καλογυαλισμένα σκαρπίνια να χτυπούν ρυθμικά στο πάτωμα, τις σικ γάμπες των κυριών να στροβιλίζονται αέρινα. Τον μικρότερο αδελφό τους τον είχε πάρει ο ύπνος πάνω στα γυμνά τους πόδια, ανάμεσα σε άδεια τσόφλια από φιστίκια και περιτυλίγματα από σοκολατάκια τζοκόντα.
Ο νέος άνδρας, ο πιο αδύνατος της παρέας, κουρδίζει την κιθάρα του, δοκιμάζοντας τα κακόηχα ακόμη ακόρντα, ενώ στο δωμάτιο ακούγεται η μουσική από το πικ απ. Το μικρό σαλόνι ήταν γεμάτο από ανθρώπους, όσοι χωρούν έχουν στριμωχτεί στον παλιό καναπέ, οι υπόλοιποι κάθονται στη μοκέτα που καλύπτει το πάτωμα απ’ άκρη σ’ άκρη. Το δωμάτιο μυρίζει βινύλιο και τσιγάρα. Οι πρώτες νότες της κιθάρας ακούγονται, κι αρχίζουν όλοι μαζί το τραγούδι. Θεοδωράκης, Λοϊζος, Μούτσης. Οι χορδές της φτηνής κιθάρας πάλλονται οργισμένα, οι φωνές και οι ψυχές παίρνουν φωτιά. Φωνές φάλτσες ίσως, μα θαρρετές, που δεν χάνουν στίχο από τα τραγούδια. Τραγούδια που δε σταματούν στιγμή, το ένα έρχεται μετά το άλλο, να σβήσει τη δίψα των ανθρώπων για ελευθερία, να ανάψει τη φλόγα για διασκέδαση και γλέντι.
Σιγά σιγά αρχίζουν τα λαϊκά. Αλεξίου, Μπιθικώτσης, μέχρι και Καζαντζίδης. Οι γυναίκες σηκώνονται κι αρχίζουν να χορεύουν τσιφτετέλι αργό, λικνιστικό, οι άντρες τις συνοδεύουν καπνίζοντας. Χορός γνήσιος και ανεπιτήδευτος, στο μικρό, γεμάτο φτηνά έπιπλα σαλόνι, σ’ ένα στενό του Γκύζη. Με τις στάχτες να πέφτουν στην παλιά μοκέτα και τις καύτρες να μην σβήνουν ποτέ. Με κρασί απ’ το χωριό και ανθρώπους απ’ όλη την Ελλάδα.
Ανθρώπους που έζησαν στερήσεις και έμαθαν στα λίγα, και τώρα η ζωή ανοίγεται μπροστά τους. Τα όνειρά τους απτά όπως η πρωινή ομίχλη, που σε τυλίγει γλυκά, μέσα σε διαθλασμένες ζεστές ηλιαχτίδες. Γι’ αυτό και όλα είναι μια γιορτή, κι αυτοί έτοιμοι να τη γιορτάσουν, κάθε της ώρα και κάθε της στιγμή.
Στην υπόγεια αποθήκη οι τοίχοι δονούνται από τα δυνατά, υπόκωφα μπιτ. Στον μεγάλο, τσιμεντένιο χώρο γίνεται ήδη αδιαχώρητο. Γύρω από τα μπαρ, ο ένας σπρώχνει τον άλλον φωνάζοντας την παραγγελία του, ενώ τα ασταμάτητα χέρια των μπάρμαν χύνουν στα ποτήρια αμφιλεγόμενα ποτά, παρασκευής συνοικιακού αποστακτηρίου. Προϊόντα συνοικιακού εργαστηρίου σερβίρονται και στις τουαλέτες.
Στο κέντρο του μαγαζιού, εκατοντάδες σώματα σαρώνονται από τον ασταμάτητες δονήσεις της μουσικής. Χέρια, πόδια, όλοι κινούνται στον ρυθμό της, στη μια σπιθαμή του χώρου που αναλογεί στον καθέναν τους. Ο ένας πάνω στον άλλον, μα και τόσο μακριά του, παραδομένος στον μοναχικό, εγωκεντρικό και αυτολατρευτικό χορό του. Κινήσεις αυτόματες κι ανακλαστικές, υποταγμένες στις εντολές της μουσικής και της κάθε είδους χημείας που κυλά στις φλέβες. Η σικέ νίκη του ενστίκτου πάνω στη λογική, ένα παγανιστικό ξεσάλωμα άνευ λατρευτικού αντικειμένου. Το μοναδικό αντικείμενο του πόθου, οι ίδιοι τους οι εαυτοί, η μουσική και εγώ, εγώ μέσα στη μουσική.
Τα όνειρα τελείωσαν, η ενότητα διασπάσθηκε, οι θεοί αποκαθηλώθηκαν κι αυτό που έμεινε είναι άνθρωποι να ψάχνουν το νόημα της ζωής, της χαράς, της μια μονάχα ημέρας, στον ευδαιμονισμό της υλιστικής τους ματαιότητας. Λοβοτομώντας τις ανησυχίες τους με χημείες, αλλά και κάθε είδους αλχημείες, κρύβοντας την αγωνία τους στο οχυρό του αυνανιστικού και ευνουχισμένου εαυτού τους.
Ροζίτα Σπινάσα
3 comments
Comment by aris_K on 9:44 AM
τα πιο ωραία λαϊκά σε σπίτια με μωσαϊκά τα είχαμε χορέψει...
nostalgia- raining pleasure lazy dog 1998 (είναι στα outtakes)
Comment by Anonymous on 2:16 PM
Εξαίρετο κείμενο με υποδόριες πλην αιχμηρές διαπιστώσεις που φωλιάζουν στο μυαλό και μετά την ανάγνωσή του.
Να 'σαι καλά Ροζίτα, και μην ξεχνάς ότι το χάσιμο στα κενά της ταυτότητας (μέσω λιγότερο ή περισσότερο αγοραίων μορφών "διασκέδασης") είναι κι αυτό ένας από τους τρόπους για να "επιστρέφεις " στο πουθενά των αναμνήσεων της παιδικής σου ηλικίας - της μόνης όπου κάποτε υπήρξες κι υπήρξαμε όλοι μας.
Comment by Anonymous on 12:49 AM
Και ο Θεοδωράκης μια απέραντη λοβοτομή είναι.
Post a Comment