Someone, somewhere in summertime…
Κάπου υπάρχει ένα μέρος, μια ταβέρνα... Σε έναν τόπο άναρχα χτισμένο, στα πρόθυρα της νεφελώδους «αξιοποίησης», το μέγεθος της οποίας διαψεύδει στην πράξη την κρίση των εφημερίδων και των γουρλωμένων ματιών των δημοσιογράφων. Σε έναν τόπο όπου το φως είναι σκληρό και ξερό σαν και την πέτρα, με μια ζέστη όλο άμμο και λιβυκό άνεμο. Ασβέστης, συκιά, στενό ταπεινό δρομάκι, γυμνή λάμπα, σπιτάκι χαμηλό, μπαλωμένη άσφαλτος. Τη θάλασσα περισσότερο την μαντεύεις και τη νιώθεις...

Στην κουζίνα μια παράξενη σκυφτή, ελαφρά σκεβρωμένη από τα χρόνια της δουλειάς μορφή. Με τα πολυφορεμένα σανδάλια, το τριμμένο πολυκαιρισμένο παντελόνι, ο Γ.... φώναζε από μακριά «μοναξιά». Loner που λένε και οι αγγλοσάξονες, σαν εκείνους τους επαρχιακούς ήρωες του Σιμενόν που η ζωή τους κυλά στο ημίφως πίσω από μισοφαγωμένα χαμόγελα, εύκολοι στόχοι για ένα κουτσομπόλικο σόι. Αλλά εδώ βρίσκεται στο δικό του βασίλειο, το δικό του κρυφό ερημονήσι, ένα ασφαλές καταφύγιο ανάμεσα στα τσουκάλια, τις κατσαρόλες και τα πέντε τραπεζάκια του. Με την εντύπωση ότι δεν σκέφτεται τίποτε...

Δεν έχει χρόνο, είναι μόνος του, πρέπει να ελέγχει τα πάντα. Σπάνιες είναι οι στιγμές όπου επιτρέπει στο βλέμμα του να αναπαυτεί σε έναν γυναικείο αστράγαλο, έναν ροδοψημένο ώμο, μια υποψία σάρκας, μια βεβαιότητα παλλόμενου στήθους, μια φωτιά που νόμιζε σβησμένη από χρόνια. Δεν έχει χρόνο όμως... Το κοτόπουλο σιγοβράζει μέσα σε γάλα και κατσικίσιο γιαούρτι, χρειάζεται προσοχή και υπομονή για να μεταμορφωθεί από τον συνηθισμένο πληκτικό αχυροπολτό σε ένα ποιητικό αριστούργημα.

Ξέρει ότι με τα χρόνια δεν κάνεις πια φιλίες ούτε έρωτες. Η καρδιά όλο και κιρρώνει, στεγνώνει, κλείνει σαν δίθυρο όστρακο, αγκριφώνεται σαν πεταλίδα στα γνωστά, στα ίδια, στα ασφαλή. Η ανάγκη επικοινωνίας όμως παραμένει πάντα. Οι τρόποι αλλάζουν. Λέξεις, νότες, ματιές, χρώματα... Ο δικός του είναι οι γεύσεις.
Συναισθήματα χωρίς λόγια, όνειρα γίνονται πιάτα, γεύσεις, απροσδόκητοι συνδυασμοί... Και κάθε μέρα κάτι διαφορετικό, σαν ξόρκι ίσως μιας καταθλιπτικά επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας. Η κάθε μέρα ίδια και απαράλλαχτη... Αύριο.. Αύριο... Μια σάλτσα πιπεριάς με φραγκόσυκο θα είναι κάτι διαφορετικό... Αύριο...

Γεύσεις απλές και πολύπλοκες συνάμα, που προσπαθούν να συλλάβουν κάτι άπιαστο και χειροπιαστό συγχρόνως. Σαν τη ζωή, θα μπορούσε να αμπελοφιλοσοφήσει κανείς. Αρκεί και ένα ντοματάκι που σαν να περικλείει μέσα του καλοκαιρινά μεσημέρια και αναμνήσεις. Και ένα ποτηράκι ρακί για να αλαφρύνουν τα περασμένα και να στεριώσουν τα τωρινά. Τρώμε για να θυμόμαστε, πίνουμε για να ξεχάσουμε....

Δεν έχει κατάλογο στην ταβέρνα. Θέλει οι άνθρωποι να τον εμπιστεύονται. Να του παραχωρούν έστω και αυτό το μικρό κομμάτι της ζωής τους, να τους το επιστρέφει καινούργιο, τυλωμένο, ικανοποιημένο. Κι ας ξεχνούν μετά με την ίδια ευκολία που κατεβάζουν τις μπύρες και το κρασί στο πλαστικό νερομπούκαλο. Κι ας νιώθει κάποιες στιγμές ότι υπηρετεί τις διακοπικές φαντασιώσεις αγχωμένων πρωτευουσιάνων. Για το κέρδος; Αστείο, σχεδόν ξεκαρδιστικό! Σχεδόν θλιβερό, αν αναλογιστεί κανείς τις ακριβοπληρωμένες και εκθειαζόμενες από διαπλεκόμενες γραφίδες (εκείνες οι γελοίες του «μόνο 40 Ευρώ») αηδίες που τους ταΐζουν.

Στέκεται στην εξώπορτα. Σήμερα δεν έχει πολύ κόσμο. Μια ...ακατάβλητη και ανοιχτή σε κάθε πειραματισμό παρέα που έχει πιάσει στασίδι κάθε βράδυ, με την οποία χαίρεται να μοιράζεται τα μυστικά του και να δίνει απαντήσεις στις μπουκωμένες απορίες τους. Και μια οικογένεια Ιταλών η οποία περνάει εδώ την τελευταία της βραδιά. Η μαμά με έντονη μυρωδιά θηλυκού και αντηλιακού, ο μπαμπάς διανοουμενίστικα ηλιοκαμένος, υγιής σπορ σαραντάρης. Φαίνονται το ιδανικό ζευγάρι, αλλά ποιος αλήθεια μπορεί να ψυχανεμιστεί τι κουβαλάει ο κάθε άνθρωπος; Αρνήθηκαν ευγενικά την ομελέτα με τα χίλια υλικά, ευρισκόμενοι προφανώς σε ...υπέρκορη κατάσταση. Την πήρε πίσω με μια συγκαταβατική μελαγχολία. Τα παιδιά έμοιαζαν μουτρωμένα, με εκείνη την ανάλαφρη μελαγχολία που συνοδεύει το τέλος των διακοπών και την επικείμενη επιστροφή. Αχ, να υπήρχε κι άλλη μία μέρα! Κι άλλη μία... Κι άλλη μία... Λες και με την πρόσθεση θα μπορούσε κανείς να φτάσει το «για πάντα», το άπειρο.. Μιχάλης + Ιωάννα = L.F.E. έγραφε πάνω στη φραγκοσυκιά...

Τέλος εποχής... Άνεμος άρχισε να σηκώνεται σαρώνοντας την άμμο. Κάτι είχε αλλάξει... Τίποτα... Το ανοιχτό πέλαγο ώρες-ώρες δεν αντέχεται. Στην απέναντι πολιτεία κάποια φώτα άρχισαν να ανάβουν.. Το ρολόι του κόσμου κυλά… Κάπου υπάρχει ένα μέρος, μια ταβέρνα...

Η μουσική: Κάποιος είχε πει κάποτε ότι τρεις είναι βασικοί ήχοι: ο ήχος της βροχής που πέφτει, ο ήχος του ανέμου και ο ήχος της θάλασσας που σκάει στην ακτή. Είναι στιγμές, είναι τόποι όπου κάθε ανθρώπινη ηχητική παρέμβαση μοιάζει όχι μόνο περιττή αλλά και παράταιρη. Ο ήχος των κυμάτων λοιπόν... (και φυσικά μην διανοηθεί κανείς new age «φυσικές» ηχογραφήσεις).

(Πάσα ομοιότητα με πρόσωπα πραγματικά είναι αυθαίρετη αλλά διόλου συμπτωματική)

Αντώνης Ξαγάς

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati