Archives

Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα

Όσο κι αν τυποποιήθηκε κι εμπορευματοποιήθηκε, όσο κι αν τυλίχτηκε σε φιόγκους και πολύχρωμα κουτάκια, το Christmas Spirit είναι και φέτος εδώ, ζωντανό και επιτακτικό. Γιατί τελικά δεν πρόκειται μόνο για τις χαρμόσυνες καμπάνες της εκκλησίας, τους τόνους δώρων, τα χιλιάδες αληθινά και ψεύτικα έλατα, τα χαρμομελαγχολικά φωτάκια των δρόμων: Είναι, πολύ περισσότερο, μια προσωπική μας υπόθεση. Μια θρησκευτική επέτειος αγάπης, τοποθετημένη χρονικά στο τέλος της χρονιάς που φεύγει, μας καλεί όλους στον αναπόφευκτο ετήσιο απολογισμό των σχέσεών μας με τους γύρω μας, της συναισθηματικής μας ζωής γενικότερα.

Αλλιώτικα από τους εγωκεντρικούς κλυδωνισμούς των γενεθλίων, η γιορτή των Χριστουγέννων διεγείρει - αλλά και δοκιμάζει - τα συναισθήματά μας για τους δικούς μας ανθρώπους: απογυμνωμένη από το καταναλωτικό της περιτύλιγμα, η πράξη της αγοράς των δώρων αποτελεί τη συμβολική δήλωση οικογενειακής και κοινωνικής πίστεως, επιβεβαιώνοντας, μια φορά τον χρόνο, την ασφάλεια που μας παρέχει το οικογενειακό και φιλικό μας περιβάλλον. Έτσι πλημμυρίζουμε από συναισθήματα αποδοχής και ασφάλειας, τα οποία μας βοηθούν να ατενίσουμε με αισιοδοξία τη νέα χρονιά που έρχεται, να (επανα-)τοποθετήσουμε τους στόχους μας και να συνεχίσουμε την προσπάθεια, να τους κάνουμε πραγματικότητα.

Στον αντίποδα, αν η δοκιμασία της χριστουγεννιάτικης τελετής αποτύχει, αν αντί για επικοινωνία και αποδοχή βιώσουμε την επώδυνη διαπίστωση μιας κοινωνικής ή - το χειρότερο - ψυχικής μοναξιάς, τότε η μελαγχολία των ημερών είναι η χειρότερη του είδους: Μεγεθυσμένη από τις παραστάσεις εορταστικής ευτυχίας -πραγματικές ή κάλπικες- βασανίζει χιλιάδες ανθρώπους στην υφήλιο, χριστιανούς και αλλόθρησκους (αφού τα Χριστούγεννα, ως προϊόν της παγκοσμιοποίησης, γιορτάζονται πλέον παντού, έχοντας απεκδυθεί της θρησκευτικής τους σημασίας, διατηρώντας όμως το νόημα της κοινωνικής αποδοχής κι επιβεβαίωσης).

Νομίζω ότι όλοι μας, λίγο πολύ, έχουμε ζήσει και τις δύο πλευρές των Χριστουγέννων, τη λαμπερή και όμορφη, αλλά και τη σκοτεινή τους. Γιατί έτσι είναι η ζωή, με τις ασταμάτητες, απρόσμενες και γι’ αυτό ακαταμάχητες αλλαγές της. Και, πάνω απ’ όλα, με την αρχή του νέου έτους να μας περιμένει, κλείνοντάς μας στη γωνία το μάτι. Μια μονάχα στιγμή στο χρονικό άπειρο, στιγμή όμως συμβολική, που δίνει σε όλους μας δύναμη και ελπίδα, να συνεχίσουμε το ταξίδι της ζωής μας προς τα ονειρεμένα μέρη του μυαλού και της ψυχής μας.

Καλή συνέχεια σε όλους λοιπόν!

Ροζίτα Σπινάσα

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Monday’s Editorial # 13

Και που πέρασαν, δηλαδή, δύο χιλιάδες χρόνια έγινε και τίποτα; Για πάμε, λοιπόν, στα γρήγορα τη γνωστή ιστορία με σύγχρονα δεδομένα. Αυτονόητα έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν, αλλά να, αν οι αξιαγάπητοι Monty Python δε γύριζαν το χωρίς δήθεν “Life Of Brain” και εκείνος ο Gerhard Haderer είχε κάτσει στα αυγά του, δεν θα μου έπεφτε και άσχημα. Ιδού μερικές ιδέες («αναθεωρητικές» θα τις έλεγαν οι κοσμικοί) για να πάρετε μια γεύση:

Η έγκυος μεταφέρθηκε νύχτα με αγροτικό φορτηγάκι (το σασί άλλο στόκο δε σήκωνε), στο κάθισμα του συνοδηγού όμως,
Η γέννα έγινε σε αντίσκηνο του Ο.Η.Ε. συγγενών, εντός Βηθλεέμ όπου και να πήγαιναν ήθελε ζεστό ρευστό,
Το νεογέννητο ήταν μαυριδερό, ελαφρώς θρεμμένο και κλαψιάρικο,
Όλη η ομήγυρη ζεστάθηκε καίγοντας παλιά λάστιχα, το πρότεινε ο Ιωσήφ σύμφωνα με κάτι ανάλογο που είχε δει σ’ ένα μεταμεσονύχτιο πρόγραμμα, αλλά το τι ακριβώς του διέφευγε,
Οι «μάγοι» έφεραν μόνον ένα δώρο, χρυσό, οπότε δεν υπήρχε και λόγος σοβαρός να ήταν τρεις,
Τον έναν η παραπάνω ομήγυρη τον αποκάλεσε συνθηματικά «κουμπάρο»,
Ο κανακάρης ως έφηβος έφτασε για διαλογισμό μέχρι την Πολυνησία, με την ελπίδα ότι εκεί θα υπήρχε ακόμα κανένα νησάκι ακατοίκητο χωρίς τύπους που μόλις δουν κόσμο σκάνε στα καλά του καθουμένου,
Επιστρέφοντας στρατολόγησε 112 μαθητές, με 12 που να στήσεις συμμορία,
Ιστοσελίδα στο internet, γραφείο τύπου κ.ά. κρίθηκαν απολύτως απαραίτητα,
Η Μαγδαληνή ήταν call girl, κατά πάσα πιθανότητα από χώρα της πρώην ανατολικής Ευρώπης,
Τα κηρύγματα γίνονταν μέσω e-mails κάθε Δευτέρα και Παρασκευή, οι υπόλοιπες μέρες θεωρούνταν αργίες και ειδικά τις Κυριακές δεν υπήρχε περίπτωση να σηκωθεί κανείς απ’ το κρεβάτι,
Τα θαύματα του είπαν πως ήταν ντεμοντέ. Και σιγά μην και έπιαναν με τον David Copperfield να αλωνίζει συνεχώς σε περιοδείες,
Μια κυρία που διάβαζε τον καφέ είπε σε όλους της παρέας ότι κάποιος gay εποφθαλμιά τον «αρχηγό» για ένα φιλάκι στο στόμα και πως έπρεπε πάση θυσία να τον προφυλάξουν οι υπόλοιποι από τους παπαράτσι γιατί τότε οι εξελίξεις δεν θα είναι καλές…

Ε, κάντε και λίγο κράτη, κοντεύουμε να φτάσουμε από τώρα στον Επιτάφιο (ένα αστειάκι έκανα).

Είτε έπεσε, είτε κρατά η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εμείς θα το γλεντάμε!

Χρόνια πολλά και υγεία σε όλους!!!

(Αυτήν την πανέμορφη χριστουγεννιάτικη κάρτα τη βρήκα στη γκαλερί της σελίδας του Yunoki Samiro στη διεύθυνση www.samiro.net/gallery/english/sakuhin4-1.html.)

Πάνος Πανότας

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Λαμπρενέζερ Σκρουζ - Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία

Πρωταγωνιστούν (κατά σειρά εμφανίσεως)

Θάνος Σταυριανάκης (αφηγητής), Λάμπρος Σκουζ, Άρης Καραμπεάζης, Τάσος Πατώκος, Πάνος Πανότας, Κώστας Καρδερίνης, Βασίλης Παυλίδης, Αντώνης Ξαγάς, Γιάννης Παπαιωάννου, Νάντια Πούλου, Άκης Καλόπουλος.

Ο Σκρουζ ήταν ένας πολύ αυστηρός και τσιγκούνης δισκοκριτικός. Δεν βαθμολογούσε πάνω από επτά κανένα δίσκο που έπεφτε στα χέρια του. Είχε την εντύπωση ότι τους βαθμούς, τους έβαζε από την τσέπη του. Του άρεσε να ταπεινώνει πολύ περισσότερο τα ελληνικά συγκροτήματα και δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου, συμπαθής στην ελληνική σκηνή. Κάθε μέρα πήγαινε στο γραφείο, που εργαζόταν σκληρά, σαν αρχισυντάκτης, στο περιοδικό «Μικρόφωνο». Πλαισιωνόταν από ανθρώπους που τον φοβόντουσαν και δεν του πήγαινε κόντρα κανείς τους. Δεν επέτρεπε σε κανέναν να φύγει από το γραφείο του, πριν από εκείνον. Όλοι σκεφτόντουσαν την απόλυση και οι καιροί ήταν δύσκολοι και υπάκουαν στωικά. Ειδικά τις εορτές των Χριστουγέννων τις σιχαινόταν. Δεν ήταν παντρεμένος, ήταν κατά του γάμου άλλωστε, και δε μπορούσε να καταλάβει τι σημαίνει η έκφραση : «οικογενειακές υποχρεώσεις».

Παραμονή Χριστουγέννων, ήρθε στο γραφείο του καθυστερημένος και τσατισμένος αφού είχε διαβάσει κάτι πρωινά δημοσιεύματα, που τον είχαν εξαγριώσει.

«Αυτή η Ιουλιέτα Λούη, δεν έχει το θεό της. Με σύγχυσε πρωί πρωί. Εκτός από όμορφα οπίσθια που τα τονίζει με διάφορα μεταλλικά κολάν, δε διαθέτει, κανένα άλλο μουσικό ταλέντο. Ως εκεί φτάνουν οι μουσικές της δυνατότητες. Θα κάνω πόλεμο σε όσους την υποστηρίζουν. Ειδικά την εταιρεία της, την Τεμπελόσκυλο Ρέκορντς. Το μεγαλοδισκάδικο Κατολίσθηση, δε θα μπορέσει να πουλήσει ούτε ένα cd της. Θα δει τι θα πάθει... Θα δουν τι θα πάθουν όλοι τους, δε με ξέρουν καλά... Άρη! Άρη! Έλα εδώ! Γρήγορα!»

Ο βοηθός του, ο Άρης Καραμπέ, μισός γάλλος, μισός έλληνας, λάτρης της εμβατηριακής μεταρόκ και οποιοδήποτε μουσικού πειραματικού φαινόμενου από τα άγνωστα Πομακοχώρια του Καναδά, πολύτεκνος πατέρας, βετζετέριαν φυσιολάτρης και φανατικός οπαδός του Ολυμπιακού, διακτινίστηκε μπροστά στις προσταγές του αδίστακτου Λαμπρενέζερ Σκρουζ.
- «Διατάξτε με, αφεντικό»
- «Σου αναθέτω την αποστολή της εξαφάνισης από το μουσικό χάρτη αυτής της Λούη. Θέλω σήμερα να ξενυχτίσεις και αύριο το πρωί θα μου έχεις έτοιμο το καταστατικό της εξόντωσής της. Κανόνισε να με απογοητεύσεις.»
- «Μα... Μα...»
- «Μαματζιόλας!»
- «Μα είναι παραμονή Χριστουγέννων και αύριο Χριστούγεννα... Έχω οικογένεια, παιδιά...»

- «Και δουλειά έχετε κ. Καραμπέ ή μήπως το ξεχάσατε; Και να κάνετε το σταυρό σας που ακόμα την έχετε... Πρώτα η δουλειά και μετά η διασκέδαση. Θέλω να κάνεις την Ιουλιέτα μας, να ψάχνει μια ζωή για να βρει το Ρωμαίο της. Κατάλαβες;»

Είχε βραδιάσει για τα καλά. Ο Καραμπέ, έγραφε ακούραστα το μανιφέστο της ατάλαντης παρτ τάιμ μουσικού και φουλ τάιμ ξεχασμένης και ξεπεσμένης ηθοποιού. Είχε συλλέξει και παράνομο μετεφηβικό πορνογραφικό φωτογραφικό υλικό της από το διαδίκτυο. Η εξόντωσή της ήταν σχεδόν βέβαιη. Σιχαινόταν τη δουλειά του, αλλά του επέφερε καλά χρήματα και μπορούσε να συντηρήσει, σχεδόν, τίμια αλλά με ανέσεις την οικογένειά του. Ο Σκρουζ τον κακονύχτησε, του ζήτησε κιόλας να έρθει και νωρίτερα αύριο στο γραφείο για το πρωτοσέλιδο. Ο Λαμπρενέζερ Σκρουζ πήγε κατ’ ευθείαν σπίτι του. Ένιωθε κουρασμένος και ήθελε να κοιμηθεί. Ακούμπησε το σκελετό με τα γυαλιά του, χρώματος ταρταρούγα, στο κομοδίνο δίπλα του και έκλεισε τα μάτια του, ο ύπνος τον πήρε σχεδόν αμέσως.

Ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του... Είδε έναν άνθρωπο απέναντί του να τον κοιτάζει. Μέσα στον ύπνο του φοβήθηκε πολύ.
- «Ποιος είσαι εσύ; Πάρε ότι θέλεις, μη μου κάνεις κακό!»
- «Είμαι ο Τάσος Παρελθώκος, το φάντασμα των προηγούμενων Χριστουγέννων».
- «Ναι καλά... Και εγώ είμαι ο Ντεβέντρα Μπάνχαρτ τότε...”
- «Τόσο καιρό έχεις να πλυθείς δηλαδή; Ας σοβαρευτούμε όμως. Λαμπρενέζερ Σκρουζ, σε διατάζω να με ακολουθήσεις, έχω να σου δείξω κάτι...»
- «Υπόσχεσαι να μην πάθω τίποτα;»
- «Στο ορκίζομαι» και με ένα κλικ των δακτύλων του Τάσου Παρελθώκου, εξαφανίζονται από το δωμάτιο του Σκρουζ.

Μεταφέρθηκαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Δε μπορούσε να δει τίποτα, μόνο να ακούσει κάτι ήρεμες ηλεκτρακουστικές μελωδίες.
«Παρελθώκε! Παρελθώκε!», δεν του απαντούσε όμως.
Κουράστηκε να φωνάζει, μέσα στα σκοτάδια, το μόνο που μπορούσε είναι να ακούσει ήταν αυτή η μουσική. Δεν είχε και άλλη επιλογή βέβαια.
«Τι βασανιστήρια περνάω θεέ μου...», σκέφτηκε.

Σιγά σιγά, αυτή η γλυκιά μουσική του άρεσε όμως, τον γαλήνεψε και τον ηρέμησε από αυτήν την αγχώδη επίσκεψη. Ξέχασε που βρίσκεται και έμεινε για πολλή ώρα σιωπηλός να την ακούει. Είχε ενθουσιαστεί.
- «Σου αρέσει αυτή η μουσική;», τον ρώτησε κάποια στιγμή ο Παρελθώκος.
- «Ναι. Είναι πολύ καλή. Τι είναι;», απόλυτα ήρεμος.
- «Είναι τα Τρεμάμενα Μελαγχολικά Αστέρια».
- «Δεν τους ξέρω...»
- «Και όμως θα έπρεπε να τους ξέρεις αφού το πρώτο τους δίσκους τον είχες βαθμολογήσει με 2 και είχες γράψει ότι είναι το καλύτερο χάπι για εκείνους που πάσχουν από αϋπνίες. Δε σου λέω, τι είχες πει για τα προηγούμενα συγκροτήματα τους, τους Αγροπόντικες και τις Βορινές Βιβλιοθήκες Φωτογραφιών»
- «Θα επανορθώσω, στο ορκίζομαι».
- «Δε προλαβαίνεις Λαμπρενέζερ, διαλύθηκαν...»

Ο Σκρουζ, ένιωσε άσχημα, δαγκώθηκε και κατάπιε τα λόγια του. Ήταν από τις λίγες μουσικές στιγμές που τον έκαναν να αισθανθεί καλύτερα ή καλύτερος άνθρωπος. Ένιωσε πως είχε κάνει ένα τεράστιο λάθος.
- «Αρκετά όμως» και με ένα κλικ των μαγικών δακτύλων του Παρελθώκου, ο Σκρουζ βρέθηκε ξανά στο κρεβάτι του.
«Τι όνειρο και αυτό», σκέφτηκε... όμως δεν είχε καταλάβει ότι μέσα στο δωμάτιο υπήρχε και άλλη μια ύπαρξη.
- «Σκρουζ...», με το που άκουσε το όνομα του σκιάχτηκε και μαζεύτηκε στην άκρη του κρεβατιού του.
- «Μου έκοψες τη χολή, ποιος είσαι εσύ πάλι; Δε θα με αφήσετε καθόλου να κοιμηθώ απόψε;»
- «Είμαι ο Πάνος Παρόντας, το φάντασμα των τωρινών Χριστουγέννων. Ακολούθησε με, έχω να σου δείξω και εγώ κάτι».
- «Δε λέω ότι και εγώ είμαι ο Ρούφους Γουέινράιτ, γιατί θα την πατήσω πάλι...»
Άνοιξαν την πόρτα του δωματίου του και βρέθηκαν στο κέντρο μιας συναυλίας. Ο κόσμος διασκέδαζε και χόρευε με τη μουσική γύρω του. Μια γυναικεία φιγούρα, έδινε ένα πραγματικό σόου πάνω στο παλκοσένικο κάνοντας τον κόσμο να περνάει πανέμορφα.
- «Την ξέρω αυτήν. Είναι η Ιουλιέτα Λούη», είπε ο Σκρουζ.
Ο κόσμος ήταν μασκαρεμένος λόγω του ντρες κώδικα. Δίπλα του ήταν ο πασίγνωστος λαϊκός τραγουδιστής και καρατερίστας Βασίλης Αμυγδάλου ντυμένος σοκολάτα και ο ελληνοουζμπέκος ντοκιμαντερίστας και μικρομηκοκινηματογραφιστής Κώστας Καρδερίνοφ ντυμένος ως Τουϊτι.
- «Καλά αυτό το «Μικρόφωνο» δε ξέρει τι λέει, Βασίλη μου»
- «Κώστα, ο Σκουζ θα τους έβαλε πάλι να λένε αυτές τις χαζομάρες, ξέρω τι σου λέω. Θα τους απείλησε ότι θα τους απολύσει. Άσε που δεν τους κολλάει και τα ένσημα του ΙΚΑ. Παλιοφυλλάδα...»
- «Δε μπορούν να καταλάβουν ότι έχουμε να χορέψουμε έτσι από την εποχή των Χαρούμενων Δευτέρων και των Πέτρινων Τριαντάφυλλων;»
- «Εντάξει είσαι υπερβολικός τώρα, η Λούη δε θα σώσει τον κόσμο, αλλά κάνουμε κέφι μαζί της, σωστά;»
- «Σωστά, αυτές οι φυλλάδες θέλουν κάψιμο»
- «Συμφωνώ, τα ίδια κάνανε και με τους Εκείνη Θέλει Εκδίκηση και τους ακούει όλος ο κόσμος τώρα εκτός από εκείνους, τα ξέχασες;»
- «Ξεχνιούνται αυτά; Άσε που μας προτείνουν κάτι άσχετα θρησκευτικού περιεχομένου συγκροτήματα σαν τους Κενή Διαθήκη1 και τους Εσπερινούς, που είναι σαν κυριακάτικες αγουροξυπνημένες ακολουθίες... Μα καλά δε ντρέπονται λίγο;»

Η αλήθεια είναι ότι ο Σκρουζ ντράπηκε πολύ. Συνήθως, σε άλλες περιπτώσεις, θα ανταπέδιδε τους κακοχαρακτηρισμούς εις βάρος του και θα ταπείνωνε λεκτικώς τους συνομιλητές του, αλλά απόψε δεν είχε το κουράγιο, ένιωθε ότι είχαν δίκιο όλοι τους.
«Πήγαινε με πίσω στο δικό μου παρόν, Πάνο Παρόντα, κατάλαβα τι θέλεις να μου πεις».
Άνοιξε την πόρτα που είχαν μπει στο συναυλιακό χώρο και ξαναγύρισε πίσω στο δωμάτιο του. Με το που μπαίνει βλέπει έναν δίμετρο μαυροφορεμένο σκοταδόψυχο άντρα να τον κοιτάει, ατάραχος και αμίλητος.
- «Ο Χριστός και η Παναγιά, η καινούργια και η παλιά, ποιος είσαι εσύ;», δεν πήρε καμία απάντηση όμως.
- «Γιατί δε μιλάς; Εσύ με φοβίζεις περισσότερο από τους άλλους; Γιατί φοράς μαύρα;»
Τον πλησίασε και παρατήρησε ότι στο λαιμό του είχε κρεμασμένη μια μικρή ταμπελίτσα που έγραφε : «Είμαι το φάντασμα των μελλοντικών Χριστουγέννων. Μη με αγγίξεις, απλώς ακολούθησέ με. Αντώνης Ξανάς»
- «Αν σου έλεγα τώρα, ότι είμαι ο Μάικλ Γκίρα ή ο Μάικλ Νάιτ, δεν θα είχε και τόσο πολύ σημασία έτσι;»
Με ένα νόημα του δακτύλου του ο Ξανάς, πρόσταξε το Λαμπρενέζερ να τον ακολουθήσει. Πέρασε μέσα από τον τοίχο του δωματίου. Ο Σκρουζ ακολούθησε. Έβαλε διστακτικά το ένα του χέρι μέσα στον τοίχο και είδε ότι τον διαπέρασε με μεγάλη ευκολία και με μια απότομη κίνηση πέρασε στην αντίπερα πλευρά.

Βρέθηκε στα γραφεία του σκανδαλοθηρικού περιοδικού «Έχουμε + Λέμε». Ένας άντρας και μια γυναίκα συνομιλούσαν. Τα χρώματα στο δωμάτιο, ήταν φουτουριστικά και τα έπιπλα λες και είχαν βγει από το Κουρδιστό Πορτοκάλι. Ήταν μεταμφιεσμένοι και αυτοί. Εκείνος είχε ντυθεί Πάπας Ιωάννης και εκείνη πουλί, σαν το φοίνικα σαν «Το πουλί, το πουλί» της Λούφας και Παραλλαγής. Ο Λαμπρενέζερ κοίταξε με ένα απορημένο βλέμμα τον Ξανά σα να του έλεγε : «τι έγινε εδώ ρε παιδιά;»

Ο Ξανάς, ανέκφραστα αγέλαστος, ανασήκωσε το χέρι του και του υπέδειξε να μπει σε ένα γραφείο. Περνώντας από δίπλα τους, τους άκουσε να λένε.
- “Πολύ αυστηρός αυτός ο καινούργιος δ/ντής βρε πουλάκι μου. Θα μας φέρει πολλά λεφτά όμως, είναι πολύ καλός λένε στη δουλειά του», της λέει...
- «Τι να σου πω Γιάννη μου... εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι δεν θα αφήσω αυτήν την ξιπασμένη, την Ζιράνα Ζατέλη, να γίνει διάσημη. Εγώ έγραψα πρώτη για τη Διοτίμα.»
- «Μα Νάντια, δεν είναι της Ζατέλη...»
- «Δεν με νοιάζει ποιανής είναι, ακούς; Δε θα μου πάρει εμένα τη δόξα αυτή!»

Μπαίνοντας μέσα στο γραφείο, το βλέπει άδειο εντελώς, μόνο ο ηλεκτρονικός υπολογιστής ήταν ανοιχτός. Πήγε κοντά του και διάβασε στην οθόνη.

“Σε καιρούς δύσκολους, που οι άνθρωποι έχουν αλλάξει του τρόπους ακρόασής τους, έχουμε την προ εξαετίας επανέκδοση του πρώτου άλμπουμ του. Δίσκος σημαντικός για τα ελληνικά δεδομένα, αφού πηγάζει από τα πέρατα του πρόσφατου και μη μουσικού παρελθόντος και είναι πλαισιωμένος από μια πλειάδα πολύπειρων ταλαντούχων μουσικών που έχουν προσφέρει και συνεχίζουν προσφέρουν πολλά πράγματα στη δισκογραφία. Ο δίσκος ακούγεται ακόμα πιο φρέσκος από τότε αλλά συγχρόνως φαντάζει ακόμα πιο σημαντικός από ποτέ. Από το έξτρα cd είναι ξεκάθαρο πλέον ότι τα καινούργια τραγούδια του είναι στο ίδιο στυλ και κάνουν ευδιάκριτο το μοναδικό στυλ συγγραφής τους. Ο δίσκος του λαικού βάρδου Άκη Καλόπουλου ‘Μπούχτισα από ‘σένανε’, είναι γεγονός, είναι πάλι εδώ.» (10) Λαμπρενέζερ Σκρουζ.

«Όχι, δε μπορείς να μου το κάνεις αυτό. Δε μπορείς να με ξεφτιλίσεις έτσι, δε μπορείς, όχι, όχι...» και στριφογύριζε με τα μαξιλάρια του παρέα, στο κρεβάτι του. Ξύπνησε απότομα φωνάζοντας μόνο όχι. Έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα και κοίταζε κάθε γωνία μήπως και ξεπροβάλλει κάποιο άλλο φάντασμα.

Αμέσως μετά, άνοιξε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του και συνδέθηκε στο διαδίκτυο. Τελικά τα Τρεμάμενα Μελαγχολικά Αστέρια, δεν έχουν διαλυθεί, απλώς κάνανε μια διακοπή και μετονομάστηκαν προσωρινά ως Περιστασιακά Τρεμουλιάσματα. Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση. Υποσχέθηκε στον εαυτό του να είναι δίκαιος γενικά με τη μουσική και να την ακούει και στο φως αλλά και στα σκοτάδια.

Μετά πήρε τηλέφωνο τον Καραμπέ, που ήταν ακόμη στο γραφείο και ολοκλήρωνε το μανιφέστο της ατάλαντης Λούη. Του ζήτησε συγνώμη και του είπε να πάει αμέσως στην οικογένειά του. Επίσης του ζήτησε ευγενικά αν μπορεί να πάει στο live της που θα γίνει σε λίγες μέρες και να γράψει μια πραγματικά αντικειμενική κριτική. Σημείωσε στο ημερολόγιο του να στείλει στην οικογένεια Καραμπέ, τη μεγαλύτερη γαλοπούλα σαν δώρο για τα Χριστούγεννα.

Μετά ήταν εύκολο να γράψει την κριτική, αφού ήταν έτοιμη από το όνειρό του σχεδόν, και να βάλει το πρώτο δεκάρι της ζωής του, στον αγαπημένο του δίσκο από την αγαπημένη του μπάντα. Το “Χαμένος στη Μουσική” των Happyshine Silver.

________________
Σημείωση :

1 Στα εβραϊκά, Tanakh

Θάνος Σταυριανάκης

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Xριστουγεννιάτικη ιστορία

Δεκέμβριος 1984, παραμονή Xριστουγέννων. Το χιόνι ήταν πυκνό στα παράθυρα του δωματίου μου, από το σπρέι που είχα ρίξει. Ο ουρανός ήταν απλώς συννεφιασμένος. Στο πικ απ εναλλάσσονταν το Man On The Line του Chris De Burgh και το Ammonia Avenue του Alan Parsons. Aυτό το τελευταίο το είχα κυριολεκτικά αγαπήσει. Aργότερα θα καταλάβαινα ότι ο Parsons είχε κυκλοφορήσει καλύτερα άλμπουμ στο παρελθόν, αλλά ήμουν μόλις 15 και όλα μου φαίνονταν νεόκτιστα, φτιαγμένα αποκλειστικά για μένα.

Στο δρόμο, τα μικρά έλεγαν τα κάλαντα. Αρμένιζα κάπου ανάμεσα στο Prime Time (που το έβαζα ξανά και ξανά), στην καλή οικογενειακή χριστουγεννιάτικη διάθεση και σε κάποιον σχολικό έρωτα που με αναστάτωνε. Εποχές και αυτές... Μιλάγαμε με τις ώρες στο τηλέφωνο αλλά στο σχολείο κάναμε ότι δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλο. Νομίζω ότι της έγραφα κάποια κασετούλα με τουλούμπες, εεεε, μπαλάντες. Tο στερεοφωνικό συμπλήρωνε ένα χρόνο ζωής και το BSR με την κεραμική βελόνα αγκομαχούσε στις αέρινες κινήσεις μου.

Xτύπησε το κουδούνι, κάλαντα σκέφτηκα, ανοίγω την πόρτα και μένω κάγκελο. Mπροστά μου στέκεται ο Iδομενέας, με ένα τριγωνάκι στο ένα χέρι και ένα τεράστιο κουτί γλυκά στο άλλο. «Nα τα πω;» με ρωτάει, με χαμόγελο που σκοτώνει.

O Iδομενέας ήταν τουλάχιστον 18 χρονών τότε. Ήταν μογγολάκι. Eίχε το χαρακτηριστικό στρογγυλό πρόσωπο και την αργή, πολύ αργή, ομιλία. Tον πέτυχα στην Δ’ Δημοτικού, είχε μείνει δυο φορές στην ίδια τάξη και γίναμε συμμαθητές. Στην πορεία έβγαλε όλες τις τάξεις μπαμ, χωρίς να ξαναμείνει. Eίχε κάνει κάποια προσπάθεια και του είχα συμπαρασταθεί όσο μπορούσα. Τουλάχιστον, δεν τον κορόιδευα. Tον έχασα τις πρώτες μέρες στο Γυμνάσιο. H μάνα του τον είχε στείλει κανονικά αλλά οι καθηγητές τής είπαν ότι στο εξής έπρεπε να πάει σε ειδικό σχολείο.

Στην πόρτα του παλιού μου σπιτιού στέκεται ο Iδομενέας, ένας γίγαντας με μυαλό μικρού παιδιού, μου λέει τα κάλαντα. Aπό μέσα ακούγεται δυνατά το Prime Time. O Iδομενέας μου λέει όλα τα κάλαντα, αργά αργά, λέξη προς λέξη, δε θέλει να ξεχάσει τίποτα, ίσως γι’ αυτόν να είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Tώρα που το φέρνω στο νου μου δεν μπορώ να συγκρατήσω τη συγκίνησή μου αλλά τότε αισθάνθηκα αμηχανία, ντροπή. Tελείωσε, τον κάλεσα μέσα, τον κέρασα, τα είπαμε λίγο, έφυγε. Τελείωσε και ο δίσκος, τον έβαλα από την αρχή, «and it’s a prime time, maybe the stars were right, I had a premonition, it’s gonna be my turn tonight, gonna be my turn tonight».

Bασίλης Παυλίδης

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Monday’s Editorial # 12

Κατά έναν τρόπο με πρόλαβε ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος στο editorial του στο τελευταίο τεύχος του LifO. Ας είναι κι έτσι. Αν κανείς έχει μια άποψη κι αυτή είναι σύμφωνη με ενός άλλου δε σημαίνει ντε και καλά πως πρέπει να την εκφράσει και πρώτος. Σ’ αυτή τη χώρα έχει καταντήσει σκέτη γάγγραινα το ποιος είπε τι και αν το είπε πρώτος, δεύτερος ή τελευταίος!

Λοιπόν, η μία γιαγιά μου που γνώρισα, η οποία έχει αποδημήσει εδώ και μερικά χρόνια αλλά εγώ ακόμη τη σκέφτομαι με την ίδια αγάπη με όταν ζούσε (hello grand-ma!!), δε στόλιζε ποτέ της το σπίτι για τα Χριστούγεννα. Ούτε δέντρο, ούτε χιονάνθρωπους που αναβοσβήνουν, ούτε ταράνδους-σκούπες στην πόρτα, ούτε Αγιο-Βασίληδες που πέφτουν με αλεξίπτωτο, ούτε φωτάκια στη βεράντα. Τίποτα. Ωστόσο, τις άγιες μέρες τις ζούσε δυνατότερα. Φτιάχνοντας γλυκά και λουκάνικα, αλλά και περιμένοντας να αλλάξει ο χρόνος με περισσή καρτερία. Κρατώντας την απλή, ανόθευτη ουσία, δηλαδή, μιας ταπεινής επαρχιώτισσας γυναίκας και μέχρι εκεί.

Οι στολισμοί είναι έργο των πόλεων κυρίως. Εμείς, οι βαρεμένοι, εξουθενωμένοι, κουρασμένοι κάτοικοί τους το θεσμοθετήσαμε. Διότι απλά θέλουμε οι δρόμοι που περπατάμε ή οδηγούμε καθημερινά, οι διαδρομές που ενδόμυχα μέσα μας έχουν συνδεθεί με τις δέκα και βάλε ώρες δουλειάς ημερησίως να αλλάξουν έστω και πρόσκαιρα. Να τους φύγει το μουντό, άχρωμο προφίλ τους και να φορέσουν μια γιορτινότερη αλλαξιά. Εμείς ικανοποιούμε τις ανάγκες μας στολίζοντας και φωτίζοντας το περιβάλλον μας έξω και μέσα. Ξεγελιόμαστε. Ζούμε ένα παραμύθι. Χανόμαστε σε κάτι που ξέρουμε πως δεν υπάρχει πραγματικά. Σκεπαζόμαστε με τις κουβέρτες, αυτών που ποθούμε αλλά δεν έχουμε, όπως τα μικρά που κάτι τους φοβίζει. Ψάχνουμε την ασφάλεια. Τονώνουμε το ανοσοποιητικό μας μπρος στην ανία. Φορτίζουμε την ξελιγωμένη μπαταρία της επιβίωσής μας. Για άλλη μια χρονιά. Μέχρι του χρόνου βλέπουμε, ποιος ζει και ποιος πεθαίνει.

Και, ασφαλώς, κανείς μας δε θέλει καν να ψάξει βαθύτερα αυτές τις συνήθειες όταν τον καταπραΰνουν όπως η μορφίνη. Ούτε θέτει θέμα αν η φάτνη ήταν έτσι, αν υπήρχαν και πόσα ήταν τα βόδια, αν οι τρεις μάγοι ταξίδεψαν σε καμήλες που έφτυναν και ρεύονταν όπως αυτές στη Τυνησία και όλα τα άλλα. Αφήνει το μυαλό του να αποπλανηθεί οικειοθελώς. Να μη θέτει την πίστη σε ώρες πολύτιμης αγαλλίασης και ξεκούρασης στο τραπέζι. Να μη σκέφτεται τι βιομηχανία έχει στηθεί και από ποιους πάνω σ’ αυτή την ετήσια φιέστα του. Να μη σκοτίζεται που όλα ήταν τότε φτωχικά αλλά το τωρινό χριστουγεννιάτικο τραπέζι έχει τόση περιττή αφθονία που τα πόδια του τρίζουν και με τα τότε στάνταρτ θα χόρταινε ολόκληρη πόλη!

Καλά έκανε, λοιπόν, όποιος διάλεξε τη 19η του Δεκέμβρη του 1971 για την πρεμιέρα του “A Clockwork Orange” του Stanley Kubrick. Ήταν (και είναι) ένα αντίβαρο της ανθρώπινης αλαζονείας και ματαιοδοξίας που πάει ασορτί με την αταίριαστη «υποκρισία» των ημερών (εξάλλου ό,τι είπαμε παραπάνω στο τέλος-τέλος θέμα της ψυχολογίας της συμπεριφοράς είναι και του λόγου του). Για πάμε σφυρίζοντας ξανά το “Singin’ In The Rain”. Όλοι μαζί!

(Η αχτύπητη γελοιογραφία «βγήκε» πέρυσι τέτοιες μέρες σε ένα post και ανακτάται πανεύκολα στη διεύθυνση www.philology.gr/blog/?p=76).

Πάνος Πανότας

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Μα ούτε καν τα προσχήματα;

Περί free press και πάλι ο λόγος, εννοώντας -φυσικά- τα ‘αντίπαλα δέη’ της athens voice και της lifo. Αυτή τη φορά δεν πρόκειται για μια γενικότερη παρατήρηση περί ύφους και attitude, αλλά για το συγκεκριμένο και απτό γεγονός της ταυτόχρονης δημοσίευσης συνεντεύξεων, των ίδιων ακριβώς προσώπων. Θυμάμαι την πρώτη φορά που το πρόσεξα, πριν λίγους μήνες: τότε μια εκ των δύο εφημερίδων είχε παρουσιάσει έναν γλύπτη, Διονύσης νομίζω ήταν το μικρό του όνομα και δημιουργούσε κακτοειδή γλυπτά, στον οποίο αφιερώθηκε δισέλιδη παρουσίαση, με φωτογραφίες κλπ. Ενώ λοιπόν διάβασα με ενδιαφέρον και καλοπροαίρετη ματιά το κείμενο, να σου την επόμενη εβδομάδα η ‘άλλη’ εφημερίδα, να γράφει για τον ίδιο ακριβώς καλλιτέχνη, πάνω κάτω τα ίδια πράγματα (και τί περισσότερο άλλωστε; γλύπτης είναι ο άνθρωπος, δεν είναι ο Leonardo Da Vinci). Η δεύτερη αυτή - και ταυτόχρονη στην ουσία - δημοσίευση δεν μου δημιούργησε εντυπώσεις καταξίωσης και καθολικής αποδοχής του παραπάνω προσώπου, αλλά αντίθετα γέννησε υποψίες, τόσο για την μικρή - μεγάλη παρέα των free press, που γράφουν τα ίδια πράγματα και δημοσιεύουν τις ίδιες συνεντεύξεις, όσο και για τους λόγους μαζικής προβολής του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, τον οποίο εγώ τουλάχιστον προηγουμένως δεν γνώριζα (αν επρόκειτο για κάποιο ευρέως γνωστό πρόσωπο, θα δικαιολογούταν ως απλή σύμπτωση, λόγω αυξημένου ενδιαφέροντος).

Κι ακολουθούν τα φύλλα των δύο εφημερίδων της τελευταίας Πέμπτης (14/12), στις οποίες παρουσιάζεται ταυτοχρόνως η ίδια κοπέλα - συγγραφέας, η οποία μένει μόνιμα στην Αγγλία, και επέστρεψε πρόσφατα στην Αθήνα για μερικούς μήνες. Παρομοίως, το πρώτο κείμενο το διάβασα καλόπιστα. Όταν όμως, μετά από είκοσι λεπτά την ξαναείδα στην άλλη εφημερίδα, τότε επιβεβαιώθηκε αυτό που ήδη ήξερα (ξέρουμε): ότι ο (wannabe) δημοσιογραφικός - καλλιτεχνικός χώρος της Αθήνας λειτουργεί σαν ένα μεγάλο χωριό, όπου αρκεί να έχεις έναν δύο φίλους δημοσιογράφους, φίλους και μεταξύ τους, για να γίνεις το πρόσωπο της εβδομάδας. Όταν όμως δεν κρατιούνται ούτε τα προσχήματα, τότε η απλή γνώση μετατρέπεται σε πρόκληση, η οποία λειτουργεί σαν μπούμερανγκ, τόσο για την αξιοπιστία και το επίπεδο των εφημερίδων, όσο και -δυστυχώς- για τα ίδια τα προβαλλόμενα πρόσωπα, που ενδεχομένως να παρουσιάζουν ένα αξιόλογο έργο. Και εντάξει, οι συντάκες μπορεί να μην το γνώριζαν, αυτοί όμως που μίλησαν και φωτογραφήθηκαν και για τις δύο εφημερίδες μαζί, δεν τα σκέφτηκαν όλα τα παραπάνω;

Ροζίτα Σπινάσα

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Monday’s Editorial # 11

Αρπάζω γρήγορα-γρήγορα το θέμα, πριν πάρετε το δέκατο τρίτο μισθό και μου ξαμοληθείτε για ψώνια στα παιχνιδάδικα, για να σας πω ότι η αγορά παιχνιδιών, που τόσο κινείται τέτοιες χρονιάρες μέρες, δεν είναι και η πιο αθώα. Η Naomi Klein στο “No Logo” της αναφέρει τόσα στοιχεία για την Walt Disney, αλλά και τον περίφημο «κόσμο της Barbie», που θα σας σηκωθούν οι τρίχες όρθιες. Ο ετήσιος τζίρος, δε, της σχετικής βιομηχανίας καταγράφεται με τόσα πολλά μηδενικά που αρκούν για να ζαλιστούμε ομαδικώς.

Τώρα, βέβαια, αν και έχω μεγαλώσει (;), ακόμη δεν έχω καταλάβει ποιοι βγάζουν περισσότερο την παιδικότητά τους δωρίζοντας παιχνίδια. Είναι, άραγε, οι μεγάλοι ή οι μικροί; Έχω και μια χρόνια αναπάντητη απορία, επίσης: όταν είναι ηλίου φαεινότερο πως κανένα παιδί δεν γεννιέται καταναλωτής τότε πώς είναι δυνατόν πριν κλείσει τα πέντε να περιμένει και να απαιτεί τόσο επιτακτικά, κάνοντας τον καταναλωτισμό ως την πιο εξακριβωμένη του συνήθεια;

Ωστόσο, όλοι πρέπει να ξέρουν ότι ο ιδεατός, ιδανικός, κατασκευασμένος κόσμος των παιχνιδιών είναι εκεί για να υποκαθιστά τον πραγματικό, δίνοντας εσφαλμένα πρότυπα. Και είναι από τη φύση του τόσο ελλιπής που σε καμία περίπτωση δεν περιμένουμε απ’ αυτόν να αναπτύξει την προσωπικότητα των πιτσιρίκων, όταν αυτή διαμορφώνεται. Εξάλλου, ειδικά για τα αγοράκια, ένα παιχνίδι που γνωρίζω ότι τους αρέσει, αλλά δεν αγοράζεται, είναι να βγαίνουν να παίξουν με το χώμα και τα χαλίκια. Σύμφωνα με έναν τρόπο που οι ρίζες του ανάγονται στα πρωταρχικά ανθρώπινα ένστικτα, στην εκδηλωμένη φύση, δηλαδή.

Παρόλα αυτά η πραγματικότητα έχει αλλιώς. Και αφού δεν αποφεύγεται πλέον καλό θα ήταν να ξέρετε εκ των προτέρων τρεις κανόνες που ίσως σας φανούν χρήσιμοι:

1) οι διαφημιστές είναι επιτυχημένοι όταν θηρεύουν. Αντισταθείτε στο ψέμα τους, θυμηθείτε την Κοκκινοσκουφίτσα.

2) αποφύγετε κάθε είδους παιχνίδια που μοιάζουν ύποπτα πως πίσω από την κατασκευή τους μπορεί και να κρύβεται αθέμιτη και καταναγκαστική παιδική εργασία.

3) προτιμήστε αυτά που είναι φτιαγμένα με φυσικά υλικά. Η χρήση του PVC, πέρα από τις τεράστιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις που εγκυμονεί, ενοχοποιείται και για σωρεία βλαβών στη υγεία των μικρών. Αν και από τον Ιούλιο του 2005 το Ευρωκοινοβούλιο έχει απαγορεύσει έξι χημικές ουσίες (κυρίως φθαλικά άλατα που χρησιμοποιούνται ως πλαστικοποιητές), μολοντούτο αυτές εξακολουθούν και χρησιμοποιούνται.

Στις Η.Π.Α. μέσω της W.A.T.C.H. (World Against Toys Causing Harm) δημοσιεύεται κάθε χρόνο μια λίστα με τα δέκα χειρότερα παιχνίδια με μοναδικό κριτήριο το χαμηλό δείκτη ασφάλειας. Στην Ελλάδα κάτι τέτοιο είναι κάτι που έρχεται με ταχύτητα χελώνας από τα βάθη του σύμπαντος. Τουλάχιστον ας υπήρχε μια πληροφόρηση (πρόληψη καλύτερα) της προκοπής και τα άλλα ας έρχονταν και σε 15 χρονάκια.

(Χωρίς να θέλω να χλευάσω το πνεύμα των ημερών βρήκα αυτό το σκίτσο στην ανέλπιστα πολύ καλή γκαλερί του www.technews.gr με τίτλο «Πώς ξέρει κανείς ότι ήταν κακό παιδί;». Ακραίο, αλλά υψηλό, πνεύμα, δε μπορώ να πω.)

Πάνος Πανότας

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Τα τρελά πάρτυ των γονιών μας

Το μωσαϊκό γυάλιζε κάτω από το εβένινο τραπεζάκι του χωλ, εκεί που τα αγόρια, πεσμένα στο πάτωμα, διέλυαν τα καινούργια τους κουρσάκια. Ξεφυσούσαν και μούγκριζαν, φορώντας ήδη τα κοντά τους παντελόνια, τα μαλλιά χωρίστρα στο πλάι, το μυαλό τους να περιμένει το πρώτο χτύπημα του κουδουνιού. Στο μεγάλο ράφι του ψυγείου δεσπόζει η σοκολατένια τούρτα με τα καβουρδισμένα αμύγδαλα. Η μητέρα τακτοποιεί στους δίσκους τα καναπεδάκια με κινήσεις αρκετά γρήγορες, ώστε να φορέσει μετά το καινούργιο ντεπιές χωρίς βιάση, μα κι αρκετά αργές, ώστε να μην νοτίσουν τα φρεσκοχτενισμένα στο κομμωτήριο μαλλιά της. Στη σάλα ο πατέρας, μέσα στο κομψό μπεζ κοστούμι του, διαλέγει τις πλάκες με τη μουσική, ενώ πάνω στον ραδιοενισχυτή το ποτήρι με το τζιν φις αφήνει την υγρή του στάμπα.

Οι καλεσμένοι δεν αργούν. Αφού τσιμπήσουν τις λιχουδιές από τον μπουφέ της τραπεζαρίας, η μητέρα δείχνει το σύνθημα για χορό, και το πάρτυ αρχίζει. Πολλοί επιδίδονται στο τουίστ και τη μπόσα νόβα με ευρωπαϊκή άνεση, άλλοι με σχετική αβεβαιότητα, όλοι όμως με ζωντάνια και κέφι. Οι άνδρες μισοζαλισμένοι, στριφογυρνούν εκ περιτροπής στις αγκαλιές τους τις ντάμες του πάρτυ, οι οποίες δέχονται με κρυφή ευχαρίστηση τις ανελλιπείς μουσικοχορευτικές θωπείες των καβαλιέρων τους. Τα μπουκάλια λικέρ αδειάζουν σταθερά μα με μέτρο, κι ο χορός φουντώνει με κατακόρυφο ρυθμό. Τα ζεύγη εναλλάσσονται κάθε λίγα βήματα, κι ενώνονται όλοι μαζί, με τις πρώτες νότες της γνωστής σκα επιτυχίας, σε ένα τρελό τρενάκι. Οι πολυέλαιοι στο ταβάνι ολόφωτοι, κι από κάτω τα πρόσωπα να λάμπουν ακόμη περισσότερο.

Τρυπωμένα κάτω από την τραπεζαρία, δύο ζευγάρια μάτια παρακολουθούν ζαλισμένα τα καλογυαλισμένα σκαρπίνια να χτυπούν ρυθμικά στο πάτωμα, τις σικ γάμπες των κυριών να στροβιλίζονται αέρινα. Τον μικρότερο αδελφό τους τον είχε πάρει ο ύπνος πάνω στα γυμνά τους πόδια, ανάμεσα σε άδεια τσόφλια από φιστίκια και περιτυλίγματα από σοκολατάκια τζοκόντα.

Ο νέος άνδρας, ο πιο αδύνατος της παρέας, κουρδίζει την κιθάρα του, δοκιμάζοντας τα κακόηχα ακόμη ακόρντα, ενώ στο δωμάτιο ακούγεται η μουσική από το πικ απ. Το μικρό σαλόνι ήταν γεμάτο από ανθρώπους, όσοι χωρούν έχουν στριμωχτεί στον παλιό καναπέ, οι υπόλοιποι κάθονται στη μοκέτα που καλύπτει το πάτωμα απ’ άκρη σ’ άκρη. Το δωμάτιο μυρίζει βινύλιο και τσιγάρα. Οι πρώτες νότες της κιθάρας ακούγονται, κι αρχίζουν όλοι μαζί το τραγούδι. Θεοδωράκης, Λοϊζος, Μούτσης. Οι χορδές της φτηνής κιθάρας πάλλονται οργισμένα, οι φωνές και οι ψυχές παίρνουν φωτιά. Φωνές φάλτσες ίσως, μα θαρρετές, που δεν χάνουν στίχο από τα τραγούδια. Τραγούδια που δε σταματούν στιγμή, το ένα έρχεται μετά το άλλο, να σβήσει τη δίψα των ανθρώπων για ελευθερία, να ανάψει τη φλόγα για διασκέδαση και γλέντι.

Σιγά σιγά αρχίζουν τα λαϊκά. Αλεξίου, Μπιθικώτσης, μέχρι και Καζαντζίδης. Οι γυναίκες σηκώνονται κι αρχίζουν να χορεύουν τσιφτετέλι αργό, λικνιστικό, οι άντρες τις συνοδεύουν καπνίζοντας. Χορός γνήσιος και ανεπιτήδευτος, στο μικρό, γεμάτο φτηνά έπιπλα σαλόνι, σ’ ένα στενό του Γκύζη. Με τις στάχτες να πέφτουν στην παλιά μοκέτα και τις καύτρες να μην σβήνουν ποτέ. Με κρασί απ’ το χωριό και ανθρώπους απ’ όλη την Ελλάδα.

Ανθρώπους που έζησαν στερήσεις και έμαθαν στα λίγα, και τώρα η ζωή ανοίγεται μπροστά τους. Τα όνειρά τους απτά όπως η πρωινή ομίχλη, που σε τυλίγει γλυκά, μέσα σε διαθλασμένες ζεστές ηλιαχτίδες. Γι’ αυτό και όλα είναι μια γιορτή, κι αυτοί έτοιμοι να τη γιορτάσουν, κάθε της ώρα και κάθε της στιγμή.

Στην υπόγεια αποθήκη οι τοίχοι δονούνται από τα δυνατά, υπόκωφα μπιτ. Στον μεγάλο, τσιμεντένιο χώρο γίνεται ήδη αδιαχώρητο. Γύρω από τα μπαρ, ο ένας σπρώχνει τον άλλον φωνάζοντας την παραγγελία του, ενώ τα ασταμάτητα χέρια των μπάρμαν χύνουν στα ποτήρια αμφιλεγόμενα ποτά, παρασκευής συνοικιακού αποστακτηρίου. Προϊόντα συνοικιακού εργαστηρίου σερβίρονται και στις τουαλέτες.

Στο κέντρο του μαγαζιού, εκατοντάδες σώματα σαρώνονται από τον ασταμάτητες δονήσεις της μουσικής. Χέρια, πόδια, όλοι κινούνται στον ρυθμό της, στη μια σπιθαμή του χώρου που αναλογεί στον καθέναν τους. Ο ένας πάνω στον άλλον, μα και τόσο μακριά του, παραδομένος στον μοναχικό, εγωκεντρικό και αυτολατρευτικό χορό του. Κινήσεις αυτόματες κι ανακλαστικές, υποταγμένες στις εντολές της μουσικής και της κάθε είδους χημείας που κυλά στις φλέβες. Η σικέ νίκη του ενστίκτου πάνω στη λογική, ένα παγανιστικό ξεσάλωμα άνευ λατρευτικού αντικειμένου. Το μοναδικό αντικείμενο του πόθου, οι ίδιοι τους οι εαυτοί, η μουσική και εγώ, εγώ μέσα στη μουσική.

Στις λίγες στιγμές διαύγειας, το μόνο που ψάχνουν μέσα στο πλήθος, είναι βλέμματα θαυμασμού και λαγνείας. Σημείο επαφής, η αμοιβαία ανταλλαγή (αυτό) προσοχής και (αυτό) αποδοχής. Σύναψη υπολογιστικών συμμαχιών, η μετα-κοινωνικότητα των ψυχροπολεμικών πάρτυ της modern era.

Τα όνειρα τελείωσαν, η ενότητα διασπάσθηκε, οι θεοί αποκαθηλώθηκαν κι αυτό που έμεινε είναι άνθρωποι να ψάχνουν το νόημα της ζωής, της χαράς, της μια μονάχα ημέρας, στον ευδαιμονισμό της υλιστικής τους ματαιότητας. Λοβοτομώντας τις ανησυχίες τους με χημείες, αλλά και κάθε είδους αλχημείες, κρύβοντας την αγωνία τους στο οχυρό του αυνανιστικού και ευνουχισμένου εαυτού τους.

Ροζίτα Σπινάσα

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Pre-party blues

Για τη διοργάνωση του πρώτου αθηναϊκού πάρτυ του Mic ασχολήθηκαν κατά βάση τρία άτομα: ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος. Ο Άσχημος είμαι εγώ. Για το ποιος εκ των κυρίων Ξαγά και Πανότα είναι οι άλλοι δύο θα φανεί ενδεχομένως από τις επόμενες παραγράφους.

* Το club Decandence επιλέχτηκε ως χώρος με πολύ συνοπτικές διαδικασίες. Κυρίως γιατί δεν είχαμε εναλλακτικές ιδέες. Απλά τούς ρωτήσαμε, και απλά δεχτήκανε. Αυτό έγινε γύρω στα τέλη Οκτώβρη. Από τότε που κλείσαμε την ημερομηνία, είχαμε να κάνουμε τρία πράγματα: α) να ετοιμάσουμε τα cds που θα μοιράζονταν στους παρευρισκομένους, β) να βγάλουμε flyers και αφίσες και να τα μοιράσουμε και γ) να ηχογραφήσουμε ένα σποτάκι στον Rock FM για να παιχτεί την εβδομάδα του πάρτυ.

* Το (α) ήταν μια μοναχική υπόθεση με την οποία ασχολήθηκε εξ’ολοκλήρου ο κ. Ξαγάς, και την έφερε σε πέρας ηρωικά. Το cd που μοιράστηκε περιείχε 16 “κρυμμένα διαμάντια” από την εξαετία ύπαρξης του Mic, επιλεγμένα και από έναν διαφορετικό συντάκτη, καθώς και μια ακυκλοφόρητη ηχογράφηση των Savage Republic. Αν δεν ήρθατε στο πάρτυ, μην ανησυχείτε, θα υπάρχουν κι άλλες ευκαιρίες να αποκτήσετε το cd που θα ανακοινωθούν ελπίζουμε σύντομα!

* To (β) υλοποιήθηκε κι αυτό εύκολα, χάρη σε μια ικανότατη γραφίστρια (γεια σου Τζανιώ) και σε έναν ιδιαίτερα φιλικό τυπογράφο. Το ευαίσθητο κομμάτι της υπόθεσης ήταν ασφαλώς το θέμα της διανομής. Φανταστείτε τώρα τρεις τύπους να περιπλανιώνται στα Εξάρχεια με αφίσες και flyers στα χέρια και να προσπαθούν να συμφωνήσουν για το πού πρέπει να δώσουν τι. Παράδειγμα:

Πατώκος: «Πάμε να βάλουμε μια αφίσα στον Κάβουρα (σουβλατζίδικο στην πλατεία);»
Ξαγάς: «Ναι, καλή ιδέα.»
Πανότας: «Πάτε καλά πού θα βάλουμε αφίσα σε σουβλατζίδικο;!»
Πατώκος: «Γιατί, είναι το μόνο μέρος που θα την προσέξουν για ώρα. Όταν τρως σουβλάκι, το βλέμμα σου δεν καρφώνεται αυτόματα στον τοίχο;».
Πανότας: «Σοβαρολογείτε τώρα;»
Ξαγάς: «Κι εγώ συμφωνώ ότι πρέπει να βάλουμε στον Κάβουρα».
Πανότας: «Καλά, εγώ προχωράω για να μη σας βλέπω».

...(Μετά από λίγο)
Μια γριούλα που ήταν στον Κάβουρα: «Πολύ ωραία η αφίσα σας... μ’αρέσει!»
Μια παρόμοια θετική υποδοχή είχαμε σε όλα τα μέρη που πήγαμε...
Τελικά, οι 20 αφίσες που τυπώσαμε αποδείχτηκαν λίγες, και μετά τυπώσαμε και άλλες 20, από τις οποίες όμως οι 18 είναι ακόμα στο αυτοκίνητό μου.

* Αν θυμάμαι καλά, μέσα στο Νοέμβριο έβρεξε μονάχα μια μέρα. Ε, αυτή η μέρα ήταν εκείνη που επιλέξαμε για να πάμε στον Rock FM να ηχογραφήσουμε το σποτάκι. Επειδή κανείς από τους τρεις μας δεν έχει αυτό που λέμε «ραδιοφωνική φωνή», επιστρατεύσαμε μια συμφοιτήτριά μου, τη Λύδια, που δεν είχε ιδέα τι είναι το Mic. Kι έτσι, μια Πέμπτη απόγευμα, στριμωχτήκαμε εμείς οι τέσσερις σε ένα Peugeot 106 με προορισμό τον Rock FM.

Στα δέκα λεπτά διαδρομής θυμηθήκαμε ότι δεν ξέραμε πού πέφτει ο Rock FM και τηλεφωνήσαμε στον Παυλίδη για να μάς πει τη διεύθυνση. Στα δεκαπέντε λεπτά διαδρομής συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είχαμε γράψει το κείμενο του διαφημιστικού. Στα είκοσι λεπτά διαδρομής δεν είχαμε ακόμα αποφασίσει για το ποιο κομμάτι θα χρησιμοποιούσαμε ως «χαλί» στο σποτάκι. Κι έτσι: ο Πατώκος προσπαθεί να οδηγήσει σε δυνατή βροχή μιλώντας στο τηλέφωνο με τον Παυλίδη, ο Πανότας επιχειρεί να γράψει ένα κείμενο για το διαφημιστικό που να περιέχει πολλές φορές τη λέξη “Mic” δίνοντάς μας ταυτόχρονα σύντομα πρακτικά μαθήματα marketing, και ο Ξαγάς τρέχει στα γρήγορα το cd του Mic για να το ακούσει η Λύδια που ως πιο αντικειμενικός κριτής (δηλαδή ως άσχετη) μπορεί να αποφασίσει καλύτερα για το ποιο κομμάτι ταιριάζει στο διαφημιστικό ενός πάρτυ. Τελικά υπερτερεί το “Princess Crocodile” (Gry), το οποίο βρίσκει σύμφωνους Ξαγά και Πατώκο, αλλά ο Πανότας διαφωνεί κάθετα και προτείνει το “Pilot” των The Notwist ως «χαρακτηριστικό indie κομμάτι των nineties». (Τελικά η δημοκρατία θριάμβευσε: στο διαφημιστικό χρησιμοποιήθηκαν και τα δύο κομμάτια). Διαφωνίες είχαμε και στο κείμενο του σποτ: ο Πανότας είχε γράψει «το Mic κατεβαίνει στην Αθήνα», και επειδή αυτό χτύπαγε στους υπόλοιπους κάτι σαν «το Mic κατεβαίνει από τα γκράβαρα» θέλαμε να το αλλάξουμε, ο Πανότας να διαφωνεί, εμείς να επιμένουμε, ο ηχολήπτης του Rock FM (γεια σου Μάνο) να συμφωνεί μαζί μας, ο Πανότας να έχει πάρει ένα βλέμμα που αν μπορούσε θα μάς είχε δολοφονήσει όλους μαζί. (Τελικά το αλλάξαμε).

* Για να παραφράσω το παλιό ανέκδοτο «πόσοι Πόντιοι χρειάζονται για να αλλάξουν μια λάμπα», σάς έχω το εξής: «πόσοι συντάκτες του Mic χρειάζονται για να κάνουν ένα cd player να δουλέψει;»... Απάντηση: 7 άτομα δεν τα καταφέραμε, παρά μόνο μετά από οδηγίες μέσω τηλεφώνου με τον ιδιοκτήτη.

* Δύσκολα θα μπορέσω να περιγράψω το πάρτυ χωρίς να καταφύγω σε κλισέ, ας πω απλά ότι περάσαμε πολύ καλά, και είναι κάτι που θα το θυμόμαστε. Η φωτογραφία του Μπάμπη αναρτήθηκε δίπλα στον εκάστοτε dj, οι φίλοι του Mic μάς γέμισαν συγκίνηση με την ακτινοβολία τους, ο κ. Καραμπεάζης ανά εικοσάλεπτο είχε στο χέρι και ποτήρι διαφορετικού σχήματος με νέο ποτό, ενώ μέγιστη περσόνα όλου του πάρτυ ήταν εκείνη η κοπέλα που έπιανε την κουβέντα σε όλους και τούς έλεγε ότι μισεί το internet, χωρίς προφανώς να έχει πάρει χαμπάρι ότι πήγε στο λάθος πάρτυ.

After-party ΥΓ

Mε δεδομένο ότι για να κανονιστεί μια απλή συνάντηση για καφέ με σύνθεση πχ Πανότας – Παυλίδης – Πατώκος μπορεί να περάσει για την πλάκα ένα εξάμηνο, το ότι συναντηθήκαμε όλοι τη μεθεπόμενη ήταν κάτι σα να ευθυγραμμίστηκαν οι πλανήτες. Ανέκαθεν ήμουν ιδιαίτερα υπερήφανος για το Mic, όχι μόνο για το περιεχόμενό του, αλλά και για τους συντάκτες του που είχα την τύχη είτε να γνωρίζω προσωπικά από αλλού, είτε που τούς γνώρισα σταδιακά χάρη στο site. Την Πέμπτη γνώρισα από κοντά και τον Θανάση, τον Χρήστο και τον Άρη. Kαι αισθάνομαι πολλές φορές πιο υπερήφανος από πριν.

Τάσος Πατώκος


Φωτογραφίες - Anna Kweskin

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati

Monday’s Editorial # 10

Γενικά, δεν προτιμώ τα sequels. Ωστόσο, έρχονται φορές, όπως η τωρινή, που δεν βρίσκω κάποιον άλλο, ευκολότερο τρόπο για να προσθέσω και να συμπληρώσω σκέψεις. Αφού, λοιπόν, επί μια βδομάδα με ανάγκασαν ήθελα δεν ήθελα να μάθω τα πάντα γύρω από το σύγχρονο κυνήγι, δεν κρατιέμαι, θα επανέλθω στα περί “reality t.v.” με κάτι ακόμα.

Η βία, που λέτε, στην εποχή μας διδάσκεται. Και η διδαχή της περιλαμβάνει δύο άσχετα μεταξύ τους σκέλη: το πρώτο έρχεται μέσα από τα σχολικά μαθήματα της Ιστορίας, όπου οι μάχες και οι πόλεμοι είναι μια προσφιλής αναφορά, και όπου οι νίκες υπερτονίζονται (πάντα), ενώ οι ήττες υποτιμούνται (επίσης πάντα). Το δεύτερο σκέλος έρχεται από την πραγματικότητα και αφορά στα γεγονότα που συλλέγουμε καθημερινά από το μικρότερο σοκάκι μέχρι τη μεγαλύτερη λεωφόρο, όπου ο θάνατος πρωταγωνιστεί, αλλά σε πεδία πολύ κοντινότερά μας, αυτά της γειτονιάς, της συνοικίας, του χωριού. Το ζουμί, εντούτοις, δεν αλλάζει. Η βία σήμερα διδάσκεται και καταναλώνεται μέσω ενός αμφίδρομου κύκλου.

Άπαντες, ειδικοί και μη, δείχνουν να συμφωνούν πως οι άνθρωποι που διαπράττουν τις στυγερότερες δολοφονίες δεν ξεχωρίζουν με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο μέσα στην κοινωνία που ζουν. Περνάνε απαρατήρητοι, έχοντας μια εμφάνιση που δεν απέχει από τη συνηθισμένη και τη μέση λογική ενός φυσιολογικού ανθρώπου. Και ας είναι σε διανοητική σύγχυση, και ας βράζει μέσα τους μια οργή που δεν εξωτερικεύεται ποτέ της, και ας είναι πνιγμένοι σε φαντασιώσεις και σε ανυπόστατα σενάρια κινδύνων και συνωμοσιών που τελικώς εκτονώνονται στο έγκλημα.

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και δεν μιλάω για τις εφημερίδες, αλλά για τη “reality t.v.” και το γνωστό χαζοκούτι, υπερβάλλοντας σε όλα, από το χρόνο που διαθέτουν για ένα τέτοιο «θέμα», την έξτρα δραματοποίηση που του προσδίδουν πολυπλεύρως, τις πρόωρες και συνήθως άστοχες γνωματεύσεις που προχωράνε, την εκμετάλλευσή του για προφανή κερδοσκοπία, φτάνουν πάρα πολλές φορές στο να το «ωραιοποιούν». Και η τέχνη, επίσης, έχει φτάσει πολλές φορές να «ωραιοποιήσει» τη βία. Εκεί, όμως, είναι άλλοι οι κανόνες, δε συγχέονται με τις μετρήσεις της AGB.

Δεν με ενδιέφερε να μάθω, κύριοι, το πώς κυνηγάμε επιτυχώς ορτύκια, ας σας το πει κάποιος, επιτέλους! Άνθρωποι σκοτώθηκαν, όχι πουλιά. Θα με ενδιέφερε να μάθω, όμως, για το πόσο εύκολα αποκτάει κανείς κυνηγετικό όπλο σ’ αυτή τη χώρα. Για το αν η χρήση τους εξαπλώνεται και γιατί. Για το αν απαιτείται μια ιατρική γνωμάτευση όχι που να αναφέρει ότι ο υποψήφιος αντέχει στο λαχάνιασμα σε ανήφορο, αλλά ότι το μυαλό του δεν έχει σαλτάρει.

Η ετυμηγορία της λέξης «απάνθρωπος/ -η/ -ο» στο παλιότερο λεξικό που βρήκα λέει επί λέξη: «σκληρός, άσπλαχνος, άγριος». Πρόκειται για έκδοση του 1961! Γι’ αυτό και με τα δεδομένα του 2006 ακούγεται ως μια ερμηνεία επιεικής, εύκολη, λιγότερο κακή από τη σημερινή της έννοια, λιγότερο brutal ενδεχομένως. Παρακολουθώντας με απέχθεια τα συμβαίνοντα 4,5 δεκαετίες μετά σκέφτομαι ξανά πως οι «απάνθρωποι» είναι και αυτοί ευθέως γεννήματα ή και δημιουργήματα του ανθρώπινου είδους. Ίσως γι’ αυτό σ’ ένα πλανήτη που αμέτρητα ζωικά είδη τελούν υπό εξαφάνιση αυτοί επιβιώνουν και εξελίσσονται μαζί με τους υπόλοιπους.

Πάνος Πανότας

These icons link to social bookmarking sites where readers can share and discover new web pages.
  • Digg
  • Sphinn
  • del.icio.us
  • Facebook
  • Mixx
  • Google
  • Furl
  • Reddit
  • Spurl
  • StumbleUpon
  • Technorati